ἀϋτμή: Difference between revisions
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
(big3_7) |
(7) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[respiración]], [[aliento]] humano εἰς ὅκ' ἀ. ἐν στήθεσσι μένῃ <i>Il</i>.9.609, 10.89, ἀ. ... στομάτων A.R.2.665<br /><b class="num">•</b>[[soplo]] en la operación de soplado del vidrio, Anon. hex. en <i>POxy</i>.3536.7.<br /><b class="num">2</b> [[soplo]] del viento o el humo ἀνέμων ... ἀ. <i>Od</i>.11.400, 407<br /><b class="num">•</b>[[corriente de aire]] φῦσαι ... ἀϋτμὴν ἐξανιεῖσαι <i>Il</i>.18.471<br /><b class="num">•</b>καπνοῦ ... ἀ. vapor</i> Nonn.<i>D</i>.23.264.<br /><b class="num">3</b> [[aliento]], [[soplo]] del fuego ἀ. Ἡφαίστοιο <i>Il</i>.21.366, cf. Q.S.13.329, πυρὸς ... [[ἀϋτμή]] <i>Od</i>.16.290, cf. 19.9, A.R.1.734, φάεος ... ἀ. Call.<i>Dian</i>.117<br /><b class="num">•</b>[[soplo de fuego]] ὀφρύας εὖσεν ἀ. γλήνης καιομένης <i>Od</i>.9.389, θερμὸς ἀ. Hes.<i>Th</i>.696, καίετο γαῖα αὐτμῇ θεσπεσίῃ Hes.<i>Th</i>.862.<br /><b class="num">II</b> [[olor]], [[fragancia]] τοῦ (ἐλαίου) ... οὐρανὸν ἵκετ' ἀ. <i>Il</i>.14.174, κνίσης ... ἡδὺς ἀ. <i>Od</i>.12.369, θήρειος ἀ. olor a caza</i> Opp.<i>C</i>.1.467.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Deriv. de una doble vocalización ante cons. *<i>H°H<sup>u̯</sup>2°t</i>- de la misma raíz que [[ἀτμός]], q.u., y en último término [[ἀήρ]] q.u. | |dgtxt=-ῆς, ἡ<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[respiración]], [[aliento]] humano εἰς ὅκ' ἀ. ἐν στήθεσσι μένῃ <i>Il</i>.9.609, 10.89, ἀ. ... στομάτων A.R.2.665<br /><b class="num">•</b>[[soplo]] en la operación de soplado del vidrio, Anon. hex. en <i>POxy</i>.3536.7.<br /><b class="num">2</b> [[soplo]] del viento o el humo ἀνέμων ... ἀ. <i>Od</i>.11.400, 407<br /><b class="num">•</b>[[corriente de aire]] φῦσαι ... ἀϋτμὴν ἐξανιεῖσαι <i>Il</i>.18.471<br /><b class="num">•</b>καπνοῦ ... ἀ. vapor</i> Nonn.<i>D</i>.23.264.<br /><b class="num">3</b> [[aliento]], [[soplo]] del fuego ἀ. Ἡφαίστοιο <i>Il</i>.21.366, cf. Q.S.13.329, πυρὸς ... [[ἀϋτμή]] <i>Od</i>.16.290, cf. 19.9, A.R.1.734, φάεος ... ἀ. Call.<i>Dian</i>.117<br /><b class="num">•</b>[[soplo de fuego]] ὀφρύας εὖσεν ἀ. γλήνης καιομένης <i>Od</i>.9.389, θερμὸς ἀ. Hes.<i>Th</i>.696, καίετο γαῖα αὐτμῇ θεσπεσίῃ Hes.<i>Th</i>.862.<br /><b class="num">II</b> [[olor]], [[fragancia]] τοῦ (ἐλαίου) ... οὐρανὸν ἵκετ' ἀ. <i>Il</i>.14.174, κνίσης ... ἡδὺς ἀ. <i>Od</i>.12.369, θήρειος ἀ. olor a caza</i> Opp.<i>C</i>.1.467.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Deriv. de una doble vocalización ante cons. *<i>H°H<sup>u̯</sup>2°t</i>- de la misma raíz que [[ἀτμός]], q.u., y en último término [[ἀήρ]] q.u. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀϋτμή]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[πνοή]], [[αναπνοή]]<br /><b>2.</b> «πυρὸς [[ἀϋτμή]]», «ἀϋτμαὶ Ἡφαίστοιο» — η θερμή [[πνοή]] του Ηφαίστου, η [[ζέστη]] από τη [[φωτιά]]<br /><b>3.</b> [[άρωμα]], ευωδιά<br /><b>4.</b> [[οσμή]], [[μυρωδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. φαίνεται να συνδέεται τόσο —λόγω της μορφής και της σημασίας— με τις «γλώσσες» του Ησυχίου <i>αετμός</i>, <i>άετμα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> «[[αετμόν]]<br />το [[πνεύμα]]», «<i>άετμα</i><br />[[φλόξ]]», <b>βλ.</b> και λ. [[ατμός]]), όσο και με το [[άημι]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, (ἄημι)
A breath, εἰς ὅ κ' ἀ. ἐν στήθεσσι μένη Il.9.609; τεῖρε δ' ἀ. Ἡφαίστοιο the fiery breath of Hephaistos, 21.366; ὅσσον πυρὸς ἵκετ' ἀ. Od.16.290 (hence abs. for heat, 9.389): in pl., περισχίζοντο δ' ἀϋτμαὶ Ἡφαίστου Q.S.13.329; of bellows, εὔπρηστον ἀ. ἐξανιεῖσαι Il.18.471; ἀνέμων ἀμέγαρτον ἀϋτμήν Od.11.400. 2 scent, fragrance, με κνίσης ἀμφήλυθεν ἡδὺς ἀ. 12.369, cf. Il.14.174; θήρειος ἀ. scent of game, Opp.C.1.467.
German (Pape)
[Seite 396] (ἄω, ἄημι), ἡ, Hauch, Athem, εἰς ὅ κ' ἀυτμὴ ἐν στήθεσσι μένῃ Il. 9, 609; Wind des Blasebalgs 18, 471; vom Winde Od. 11, 400; Duft des Oels Il. 14, 174; κνίσης Od. 12, 369; πυρός, Feuerqualm, Rauch, 16, 290; die Lohe 9, 389; vgl. Hes. Th. 861; öfter bei späteren Dichtern; θήρειος ἀϋτμή Opp. C. 1, 466, die Witterung des Wildes.
Greek (Liddell-Scott)
ἀϋτμή: ἡ, (ἄημι) ἀναπνοή, πνοή, εἰς ὅ κ’ ἀϋτμὴ ἐν στήθεσσι μένῃ, Ἰλ. Ι. 609, κτλ.˙ τεῖρε δ’ ἀϋτμὴ Ἡφαίστοιο, ἡ πυρώδης πνοὴ τοῦ Ἡφαίστου, Ἰλ. Φ. 366˙ ὅσσον πυρὸς ἵκετ’ ἀϋτμὴ Ὀδ. Π. 290˙ (ἐντεῦθεν ἀπολ. πρὸς δήλωσιν θερμότητος Ι. 389)˙ κατὰ πληθ., περισχίζοντο δ’ ἀϋτμαὶ Ἡφαίστου Κόϊντ. Σμ. 13. 329: - ἐπὶ φυσητήρων, εὔπρηστον ἀϋτμὴν ἐξανιεῖσαι Ἰλ. Σ. 471˙ ἀνέμων ἀμέγαρτον ἀϋτμὴν Ὀδ. Λ. 400. 2) ὀσμή, καὶ τότε με κνίσης ἀμφηλυθὲν ἡδὺς ἀϋτμὴ Μ. 369, πρβλ. Ἰλ. Ξ. 174˙ θήρειος ἀϋτμὴ ὀσμὴ κυνηγίου, Ὀππ. Κ. 1. 467.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
I. souffle :
1 souffle, haleine;
2 souffle du vent, souffle d’un soufflet de forge;
II. exhalaison :
1 odeur;
2 vapeur embrasée.
Étymologie: R. ἈϜ souffler, cf. ἄημι.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
I 1respiración, aliento humano εἰς ὅκ' ἀ. ἐν στήθεσσι μένῃ Il.9.609, 10.89, ἀ. ... στομάτων A.R.2.665
•soplo en la operación de soplado del vidrio, Anon. hex. en POxy.3536.7.
2 soplo del viento o el humo ἀνέμων ... ἀ. Od.11.400, 407
•corriente de aire φῦσαι ... ἀϋτμὴν ἐξανιεῖσαι Il.18.471
•καπνοῦ ... ἀ. vapor Nonn.D.23.264.
3 aliento, soplo del fuego ἀ. Ἡφαίστοιο Il.21.366, cf. Q.S.13.329, πυρὸς ... ἀϋτμή Od.16.290, cf. 19.9, A.R.1.734, φάεος ... ἀ. Call.Dian.117
•soplo de fuego ὀφρύας εὖσεν ἀ. γλήνης καιομένης Od.9.389, θερμὸς ἀ. Hes.Th.696, καίετο γαῖα αὐτμῇ θεσπεσίῃ Hes.Th.862.
II olor, fragancia τοῦ (ἐλαίου) ... οὐρανὸν ἵκετ' ἀ. Il.14.174, κνίσης ... ἡδὺς ἀ. Od.12.369, θήρειος ἀ. olor a caza Opp.C.1.467.
• Etimología: Deriv. de una doble vocalización ante cons. *H°Hu̯2°t- de la misma raíz que ἀτμός, q.u., y en último término ἀήρ q.u.
Greek Monolingual
ἀϋτμή, η (Α)
1. πνοή, αναπνοή
2. «πυρὸς ἀϋτμή», «ἀϋτμαὶ Ἡφαίστοιο» — η θερμή πνοή του Ηφαίστου, η ζέστη από τη φωτιά
3. άρωμα, ευωδιά
4. οσμή, μυρωδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. φαίνεται να συνδέεται τόσο —λόγω της μορφής και της σημασίας— με τις «γλώσσες» του Ησυχίου αετμός, άετμα (πρβλ. «αετμόν
το πνεύμα», «άετμα
φλόξ», βλ. και λ. ατμός), όσο και με το άημι].