ἀφαυρός: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(big3_8)
(7)
Line 27: Line 27:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-όν<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [frec. en compar. y sup.]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de pers. y anim. [[débil]] παιδὸς ἀφαυροῦ ἠὲ γυναικός <i>Il</i>.7.235, cf. <i>Od</i>.20.110, A.R.2.453, 4.1489, σέο ... ἀφαυρότερος <i>Il</i>.7.457, ἀφαυρότατοι δέ τοι ἄνδρες εἰσίν Hes.<i>Op</i>.586, ἀνδρὸς γηρέντος πολλὸν ἀφαυρότερος Xenoph.B 9, de crías de anim., Nic.<i>Th</i>.198, Opp.<i>H</i>.1.321<br /><b class="num">•</b>subst. οὔ μιν ἀφαυρότατος βάλ' Ἀχαιῶν pues no le disparó el más débil de los aqueos</i>, <i>Il</i>.15.11, ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν σεῖσαι καὶ ἀφαυροτέροις Pi.<i>P</i>.4.272.<br /><b class="num">2</b> de concr. y abstr. [[débil]], [[flojo]], [[inseguro]] [[βέλος]] ἀ. tiro flojo</i>, <i>Il</i>.12.458, τάχος <i>AP</i> 14.64 (Asclep.), (ὁδόν) ῥείθρων ... ἀφαυροτέρην camino más débil que los torrentes</i> dicho de un puente <i>IGR</i> 3.887.6 (Adana), de la vida humana [[βιοτή]] Democr.B 285, cf. Ti.Locr.102c (var.), Apoll.<i>Met.Ps</i>.102.14, gener. ἀφαυρόν τι καὶ μικρὸν ... εἶναι (parece) que es un (influjo) débil y pequeño</i> Arist.<i>EN</i> 1101<sup>b</sup>2, ἀφαυροτέρη χάρις agradecimiento menor</i> A.R.3.144, cf. Sch.Hes.<i>Th</i>.832, Arc.72.24<br /><b class="num">•</b>del brillo de los astros [[débil]] (Ἕσπερε) τόσσον ἀφαυρότερος μήνας ἔξοχος ἄστρων Bio <i>Fr</i>.11.3, αὐταὶ ἐπισκέψασθαι ἀφαυραί ellas (las Pléyades) se divisan débilmente</i> Arat.256, cf. Man.2.4<br /><b class="num">•</b>subst. ἀφαυρότατόν ἐστι es el punto más débil (el ijar del caballo)</i>, X.<i>Eq</i>.12.8<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. [[débil]], [[lentamente]] οὐδὲν ἀφαυρότερον τροχάει de la estrella Cinosura, Arat.227.<br /><b class="num">3</b> de alimentos [[poco nutritivo]], [[ligero]] σιτία Hp.<i>Mul</i>.1.67.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[débilmente]] οὐ γὰρ ἀ. ἰθείης ... τάλαντα δίκης <i>AP</i> 6.267 (Diotim.). • DMic.: <i>a-pa-u-ro</i>.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Etim. dud. Se ha propuesto un cruce entre [[ἀμαυρός]] y φαῦλος, de significados parecidos.
|dgtxt=-όν<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [frec. en compar. y sup.]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de pers. y anim. [[débil]] παιδὸς ἀφαυροῦ ἠὲ γυναικός <i>Il</i>.7.235, cf. <i>Od</i>.20.110, A.R.2.453, 4.1489, σέο ... ἀφαυρότερος <i>Il</i>.7.457, ἀφαυρότατοι δέ τοι ἄνδρες εἰσίν Hes.<i>Op</i>.586, ἀνδρὸς γηρέντος πολλὸν ἀφαυρότερος Xenoph.B 9, de crías de anim., Nic.<i>Th</i>.198, Opp.<i>H</i>.1.321<br /><b class="num">•</b>subst. οὔ μιν ἀφαυρότατος βάλ' Ἀχαιῶν pues no le disparó el más débil de los aqueos</i>, <i>Il</i>.15.11, ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν σεῖσαι καὶ ἀφαυροτέροις Pi.<i>P</i>.4.272.<br /><b class="num">2</b> de concr. y abstr. [[débil]], [[flojo]], [[inseguro]] [[βέλος]] ἀ. tiro flojo</i>, <i>Il</i>.12.458, τάχος <i>AP</i> 14.64 (Asclep.), (ὁδόν) ῥείθρων ... ἀφαυροτέρην camino más débil que los torrentes</i> dicho de un puente <i>IGR</i> 3.887.6 (Adana), de la vida humana [[βιοτή]] Democr.B 285, cf. Ti.Locr.102c (var.), Apoll.<i>Met.Ps</i>.102.14, gener. ἀφαυρόν τι καὶ μικρὸν ... εἶναι (parece) que es un (influjo) débil y pequeño</i> Arist.<i>EN</i> 1101<sup>b</sup>2, ἀφαυροτέρη χάρις agradecimiento menor</i> A.R.3.144, cf. Sch.Hes.<i>Th</i>.832, Arc.72.24<br /><b class="num">•</b>del brillo de los astros [[débil]] (Ἕσπερε) τόσσον ἀφαυρότερος μήνας ἔξοχος ἄστρων Bio <i>Fr</i>.11.3, αὐταὶ ἐπισκέψασθαι ἀφαυραί ellas (las Pléyades) se divisan débilmente</i> Arat.256, cf. Man.2.4<br /><b class="num">•</b>subst. ἀφαυρότατόν ἐστι es el punto más débil (el ijar del caballo)</i>, X.<i>Eq</i>.12.8<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. [[débil]], [[lentamente]] οὐδὲν ἀφαυρότερον τροχάει de la estrella Cinosura, Arat.227.<br /><b class="num">3</b> de alimentos [[poco nutritivo]], [[ligero]] σιτία Hp.<i>Mul</i>.1.67.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[débilmente]] οὐ γὰρ ἀ. ἰθείης ... τάλαντα δίκης <i>AP</i> 6.267 (Diotim.). • DMic.: <i>a-pa-u-ro</i>.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Etim. dud. Se ha propuesto un cruce entre [[ἀμαυρός]] y φαῦλος, de significados parecidos.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀφαυρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[ανίσχυρος]], [[αδύνατος]], [[αδύναμος]], [[ασθενικός]] ([[συνήθως]] στον συγκριτικό και υπερθετικό βαθμό)<br /><b>2.</b> (για τροφές) λιγότερο, πολύ λίγο [[θρεπτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Υποστηρίζεται ότι ο [[σχηματισμός]] της λ. [[αφαυρός]] οφείλεται σε συμφυρμό του [[αμαυρός]] και μιας σημασιολογικά συγγενούς λέξεως (πιθ. [[φαύλος]] ή [[φλαύρος]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. συνδέεται πιθ. με τα [[πιφαύσκω]], [[φάος]].
}}
}}

Revision as of 07:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφαυρός Medium diacritics: ἀφαυρός Low diacritics: αφαυρός Capitals: ΑΦΑΥΡΟΣ
Transliteration A: aphaurós Transliteration B: aphauros Transliteration C: afavros Beta Code: a)fauro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A feeble, powerless, ἠΰτε παιδὸς ἀφαυροῦ Il.7.235, cf. Nic.Th.198; dim, Arat.256; almost always Comp. and Sup., σέο πολλὸν ἀφαυρότερος Il.7.457; ἵνα μή οἱ ἀφαυρότερον βέλος εἴη 12.458; οὔ μιν ἀφαυρότατος βάλ' Ἀχαιῶν 15.11, cf. Od.20.110, Hes.Op.586, Pi.P.4.272 (Comp.), Theoc.21.49 (Comp.); ἀνδρὸς γηρέντος πολλὸν -ότερος Xenoph.9, etc.; ῥείθρων ἀφαυροτέρην, of a bridge, too weak to resist the stream, Epigr.Gr.1078.6 (Adana): so in Prose, σιτία -ότερα less nutritious, Hp.Mul.1.67; [κενεὼν] -ότατόν ἐστι X.Eq.12.8; Posit., Democr.285, Ti.Locr.102c, Arist.EN1101b2, Hymn.Is. 122. Adv. -ρῶς AP6.267 (Diotim.): Comp. -ότερον, τροχάει Arat. 227.

German (Pape)

[Seite 407] (vgl. παῦρος, φαῦλος), kraftlos, schwach, παῖς Il. 7, 235; φώς Soph. O. C. 1022, wo die codd. ἀμαυρός haben; so Tim. Locr. 102 c; vgl. Arist. Nic. 1, 11, 5; compar., ἀφαυρότερος χεῖράς τε μένος τε Iliad. 7, 457; superl., ἀφαυροτάτη Odyss. 20, 110; Iliad. 15, 11 ἐπεὶ οὔμιν ἀφαυρότατος βάλ' Ἀχαιῶν, Scholl. Aristonic. ὅτι τὸ ἐναντίον ὑπακουστέον, ἀλλ' ἰσχυρότατος· οὐ γὰρ ἐκ πλήρους ἀποδέδωκεν, ὡς ἐπὶ τοῦ »δὸς φίλος, οὐ γάρ μοι δοκέεις ὁ κάκιστος, Ἀχαιῶν ἔμμεναι ἀλλ' ὤριστος (Od. 17. 415)«; eben so wird der comparat. mit μή gebraucht Iliad. 12, 458 ἐρεισάμενος βάλε μέσσας, εὖ διαβάς, ἵνα μή οἱ ἀφαυρότερον βέλος εἴη. Scholl. Aristonic. ὅτι ἐκ τοῦ ἐναντίου τὸ ἐναντίον ἡρμήνευκεν; vgl. Lehrs Aristarch. p. 14 Sengebusch Offener Brief an Rost S. 12 s. – Auch Sp. – Die Alten leiten es von αὕω, ἀφαύω ab.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφαυρός: -ά, -όν, ἄνευ σθένους, ἀδύνατος, ἠΰτε παιδὸς ἀφαυροῦ Ἰλ. Η. 235· ἀλλ’ ὁ Ὅμ. ὡς καὶ ἄλλοι ποιηταὶ μεταχειρίζονται αὐτὸ σχεδὸν μόνον ἐν τῷ συγκρ. καὶ ὑπερθ., σέο πολλὸν ἀφαυρότερος αὐτόθι 457· ἵνα μή οἱ ἀφαυρότερον βέλος εἴη Μ. 458· οὔ μιν ἀφαυρότατος βάλ’ Ἀχαιῶν Ο. 11, πρβλ. Ὀδ. Υ. 11, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 584, Πίνδ., κτλ.· ῥείθρων ἀφαυροτέρην, ἐπὶ γεφύρας μὴ ἀρκούντως ἰσχυρᾶς, ὥστε νὰ ἀντιστῇ εἰς τὴν ὁρμὴν τοῦ ῥεύματος, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1078. 6· οὕτω παρὰ πεζοῖς, Ξεν. Ἱππ. 22. 8· ἀλλὰ τὸ θετικ. ἀπαντᾷ παρὰ Τιμ. Λοκρ. 102C. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 11, 5. ‒ Ἐπίρρ. ἀφαυρῶς Ἀνθ. Π. 6. 267. (Πιθ. = φαῦρος, ὅ ἐ. φαῦλος, φλαῦρος μετὰ α εὐφων.· πρβλ. ἀμαυρός).

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
frêle, débile;
Cp. ἀφαυρότερος, Sp. ἀφαυρότατος.
Étymologie: ἀφαύω.

English (Autenrieth)

-ότερος, -ότατος: insignificant, weakly, Il. 7.235, Od. 20.110.

English (Slater)

ᾰφαυρός
   1 feeble pro subs. ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν σεῖσαι καὶ ἀφαυροτέροις (P. 4.272)

Spanish (DGE)

-όν

• Morfología: [frec. en compar. y sup.]
I 1de pers. y anim. débil παιδὸς ἀφαυροῦ ἠὲ γυναικός Il.7.235, cf. Od.20.110, A.R.2.453, 4.1489, σέο ... ἀφαυρότερος Il.7.457, ἀφαυρότατοι δέ τοι ἄνδρες εἰσίν Hes.Op.586, ἀνδρὸς γηρέντος πολλὸν ἀφαυρότερος Xenoph.B 9, de crías de anim., Nic.Th.198, Opp.H.1.321
subst. οὔ μιν ἀφαυρότατος βάλ' Ἀχαιῶν pues no le disparó el más débil de los aqueos, Il.15.11, ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν σεῖσαι καὶ ἀφαυροτέροις Pi.P.4.272.
2 de concr. y abstr. débil, flojo, inseguro βέλος ἀ. tiro flojo, Il.12.458, τάχος AP 14.64 (Asclep.), (ὁδόν) ῥείθρων ... ἀφαυροτέρην camino más débil que los torrentes dicho de un puente IGR 3.887.6 (Adana), de la vida humana βιοτή Democr.B 285, cf. Ti.Locr.102c (var.), Apoll.Met.Ps.102.14, gener. ἀφαυρόν τι καὶ μικρὸν ... εἶναι (parece) que es un (influjo) débil y pequeño Arist.EN 1101b2, ἀφαυροτέρη χάρις agradecimiento menor A.R.3.144, cf. Sch.Hes.Th.832, Arc.72.24
del brillo de los astros débil (Ἕσπερε) τόσσον ἀφαυρότερος μήνας ἔξοχος ἄστρων Bio Fr.11.3, αὐταὶ ἐπισκέψασθαι ἀφαυραί ellas (las Pléyades) se divisan débilmente Arat.256, cf. Man.2.4
subst. ἀφαυρότατόν ἐστι es el punto más débil (el ijar del caballo), X.Eq.12.8
neutr. como adv. débil, lentamente οὐδὲν ἀφαυρότερον τροχάει de la estrella Cinosura, Arat.227.
3 de alimentos poco nutritivo, ligero σιτία Hp.Mul.1.67.
II adv. -ῶς débilmente οὐ γὰρ ἀ. ἰθείης ... τάλαντα δίκης AP 6.267 (Diotim.). • DMic.: a-pa-u-ro.

• Etimología: Etim. dud. Se ha propuesto un cruce entre ἀμαυρός y φαῦλος, de significados parecidos.

Greek Monolingual

ἀφαυρός, -ά, -όν (Α)
1. ανίσχυρος, αδύνατος, αδύναμος, ασθενικός (συνήθως στον συγκριτικό και υπερθετικό βαθμό)
2. (για τροφές) λιγότερο, πολύ λίγο θρεπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Υποστηρίζεται ότι ο σχηματισμός της λ. αφαυρός οφείλεται σε συμφυρμό του αμαυρός και μιας σημασιολογικά συγγενούς λέξεως (πιθ. φαύλος ή φλαύρος). Κατ' άλλη άποψη, ο τ. συνδέεται πιθ. με τα πιφαύσκω, φάος.