δύσεργος: Difference between revisions
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
(big3_12) |
(10) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de cosa [[difícil de trabajar]] ὕλη op. εὔεργος Thphr.<i>HP</i> 5.1.1, cf. 5.5.1, 5.2.3, 3.9.3, σίδηρος Plu.<i>Lyc</i>.9, de colmillos de elefante, Philostr.<i>VA</i> 2.13<br /><b class="num">•</b>fig. [[difícil de sitiar]] πόλις δυσεργοτέρα χωρίων Plu.<i>Nic</i>.17.<br /><b class="num">2</b> de abstr. [[difícil]], [[muy trabajoso]] [[εἰσβολή]] Plb.28.8.3, [[ἀμαθία]] ... θεραπείαν οὐ δύσεργον ἔχει διδασκαλίαν Ph.1.170, cf. 2.257, πόλεμος App.<i>Hisp</i>.63, τὸ παραφυλάττειν τὰς ἐξόδους δυσεργότερον I.<i>BI</i> 5.496, ἔργον ... παγχάλεπον ... καὶ δύσεργον Plu.2.663e.<br /><b class="num">II</b> en sent. act.<br /><b class="num">1</b> de pers. [[vago]], [[desidioso]] νωθρὸς καὶ δ. Plu.<i>Alex</i>.33<br /><b class="num">•</b>[[inactivo]] [[δύναμις]] del alma, Plu.2.431f, στρατὸς ... δ. πρὸς ἅπαντα App.<i>Syr</i>.16.<br /><b class="num">2</b> de concr. [[no válido]], [[inútil]] ὁπλισμός para el cuerpo a cuerpo, Plu.<i>Flam</i>.8, cf. <i>Tim</i>.28, χεῖμα para el trabajo agrícola, Bio <i>Fr</i>.2.5.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[difícil]], [[penosamente]] κινηθῆναι Plu.<i>Demetr</i>.43, cf. Anthem.54.13. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de cosa [[difícil de trabajar]] ὕλη op. εὔεργος Thphr.<i>HP</i> 5.1.1, cf. 5.5.1, 5.2.3, 3.9.3, σίδηρος Plu.<i>Lyc</i>.9, de colmillos de elefante, Philostr.<i>VA</i> 2.13<br /><b class="num">•</b>fig. [[difícil de sitiar]] πόλις δυσεργοτέρα χωρίων Plu.<i>Nic</i>.17.<br /><b class="num">2</b> de abstr. [[difícil]], [[muy trabajoso]] [[εἰσβολή]] Plb.28.8.3, [[ἀμαθία]] ... θεραπείαν οὐ δύσεργον ἔχει διδασκαλίαν Ph.1.170, cf. 2.257, πόλεμος App.<i>Hisp</i>.63, τὸ παραφυλάττειν τὰς ἐξόδους δυσεργότερον I.<i>BI</i> 5.496, ἔργον ... παγχάλεπον ... καὶ δύσεργον Plu.2.663e.<br /><b class="num">II</b> en sent. act.<br /><b class="num">1</b> de pers. [[vago]], [[desidioso]] νωθρὸς καὶ δ. Plu.<i>Alex</i>.33<br /><b class="num">•</b>[[inactivo]] [[δύναμις]] del alma, Plu.2.431f, στρατὸς ... δ. πρὸς ἅπαντα App.<i>Syr</i>.16.<br /><b class="num">2</b> de concr. [[no válido]], [[inútil]] ὁπλισμός para el cuerpo a cuerpo, Plu.<i>Flam</i>.8, cf. <i>Tim</i>.28, χεῖμα para el trabajo agrícola, Bio <i>Fr</i>.2.5.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[difícil]], [[penosamente]] κινηθῆναι Plu.<i>Demetr</i>.43, cf. Anthem.54.13. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δύσεργος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> δυσκολοκατέργαστος<br /><b>2.</b> [[ακατάλληλος]] για [[κατεργασία]]<br /><b>3.</b> [[δύσχρηστος]] («[[δύσεργος]] [[οπλισμός]]»)<br /><b>4.</b> (για [[πόλη]]) αυτή που δύσκολα πολιορκείται<br /><b>5.</b> [[δύσκολος]]<br /><b>6.</b> αυτός που δύσκολα εργάζεται, [[τεμπέλης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to work, ὕλη Thphr.HP 5.1.1; λίθοι Paus.3.21.4; unfit to be worked, σίδηρος Plu.Lyc.9; hard to manage, ὁπλισμός Id.Flam.8; δ. χρῆσθαι Id.Tim.28; πόλις - οτέρα harder to besiege, Id.Nic.17. 2 hard to effect, difficult, Plb.28.8.3, Ph.1.272 (Sup.); πόλεμος App.Hisp.63 (Sup.); τὸ παραφυλάττειν τὰς ἐξόδους - ότερον J.BJ5.12.1. Adv. -γως, κινηθῆναι Plu.Demetr. 43. II Act., incapable of work, useless, πρός τι App.Syr.16; χεῖμα δ., hiems ignava, Bion Fr.15.5; idle, νωθρὸς καὶ δ. Plu.Alex.33.
German (Pape)
[Seite 679] 1) schwer zu bearbeiten, ὕλη Theophr.; schwer auszuführen, schwierig, εἰσβολή Pol. 28, 8; Plut. Symp. 4, 1, 3 neben παγχάλεπος. – 2) träg, unthätig; καὶ νωθρός Plut. Alex. 33; χεῖμα Bion. 6, 5; δυσέργως κινεῖσθαι Plut. Demetr. 43.
Greek (Liddell-Scott)
δύσεργος: -ον, δυσκατέργαστος, ὕλη Θεόφρ. Ι. Φ. 5. 1, 1· λίθοι Παυσ. 3. 21, 4. 2) ὁ δυσκόλως ἐπιτυγχανόμενος, λίαν δύσκολος, Πολύβ. 28. 8, 3. ΙΙ. ἐνεργ., δυσκόλως ἐργαζόμενος, ὀκνηρός, πρός τι Ἀππ. Συρ. 16· χεῖμα δ., hiems ignava, Βίων 6. 5· ― ἀκατάλληλος πρὸς ἐργασίαν, Πλούτ. Λυκούργ. 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. difficile à travailler ; qui donne de la peine, difficile;
II. impropre au travail, càd :
1 inhabile au travail, qui travaille avec peine;
2 qui rend le travail difficile.
Étymologie: δυσ-, ἔργον.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de cosa difícil de trabajar ὕλη op. εὔεργος Thphr.HP 5.1.1, cf. 5.5.1, 5.2.3, 3.9.3, σίδηρος Plu.Lyc.9, de colmillos de elefante, Philostr.VA 2.13
•fig. difícil de sitiar πόλις δυσεργοτέρα χωρίων Plu.Nic.17.
2 de abstr. difícil, muy trabajoso εἰσβολή Plb.28.8.3, ἀμαθία ... θεραπείαν οὐ δύσεργον ἔχει διδασκαλίαν Ph.1.170, cf. 2.257, πόλεμος App.Hisp.63, τὸ παραφυλάττειν τὰς ἐξόδους δυσεργότερον I.BI 5.496, ἔργον ... παγχάλεπον ... καὶ δύσεργον Plu.2.663e.
II en sent. act.
1 de pers. vago, desidioso νωθρὸς καὶ δ. Plu.Alex.33
•inactivo δύναμις del alma, Plu.2.431f, στρατὸς ... δ. πρὸς ἅπαντα App.Syr.16.
2 de concr. no válido, inútil ὁπλισμός para el cuerpo a cuerpo, Plu.Flam.8, cf. Tim.28, χεῖμα para el trabajo agrícola, Bio Fr.2.5.
III adv. -ως difícil, penosamente κινηθῆναι Plu.Demetr.43, cf. Anthem.54.13.
Greek Monolingual
δύσεργος, -ον (Α)
1. δυσκολοκατέργαστος
2. ακατάλληλος για κατεργασία
3. δύσχρηστος («δύσεργος οπλισμός»)
4. (για πόλη) αυτή που δύσκολα πολιορκείται
5. δύσκολος
6. αυτός που δύσκολα εργάζεται, τεμπέλης.