ἐνηής: Difference between revisions
Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt
(big3_15) |
(12) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> de pers. y abstr. [[amable]], [[complaciente]], [[amistoso]] de Patroclo ἑταῖρον ... ἐνηέα τε κρατερόν τε <i>Il</i>.17.204, cf. 23.252, de Nestor <i>Il</i>.23.648, de Atenea χαίρων οὕνεκ' ἑταῖρον ἐνηέα λεῦσσ' ἐν ἀγῶνι <i>Od</i>.8.200, φιλότης Hes.<i>Th</i>.651, en un elogio fúnebre <i>IUrb.Rom</i>.1231.8 (II d.C.?), como etim. de [[Ἐνυώ]]: κατ' εὐφημισμὸν ἀπὸ τοῦ ἥκιστα ἐ. ... εἶναι Corn.<i>ND</i> 21, ἐνηεῖ δόγματι <i>ICr</i>.4.325.5 (V d.C.).<br /><b class="num">2</b> de anim. [[manso]], [[dócil]] de los toros egipcios ὅττι βροτοὶ δ' ἐνέπουσιν, ἐνηέες ἐξανέχονται Opp.<i>C</i>.2.89<br /><b class="num">•</b>[[tranquilo]], [[pacífico]] del mújol, Opp.<i>H</i>.2.644.<br /><b class="num">3</b> de estrellas [[propicio]], [[favorable]] ἢν δὲ σὺν ἀστέρι Μήνη ἐνηέι καλὰ φαείνῃ Max.561, cf. 262.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Dud. Quizá comp. de ἐν y *ἦος < *ἆϝος, cf. ai. <i>ávas</i>-, av. <i>avah</i>- ‘benevolencia’, ‘ayuda’. | |dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> de pers. y abstr. [[amable]], [[complaciente]], [[amistoso]] de Patroclo ἑταῖρον ... ἐνηέα τε κρατερόν τε <i>Il</i>.17.204, cf. 23.252, de Nestor <i>Il</i>.23.648, de Atenea χαίρων οὕνεκ' ἑταῖρον ἐνηέα λεῦσσ' ἐν ἀγῶνι <i>Od</i>.8.200, φιλότης Hes.<i>Th</i>.651, en un elogio fúnebre <i>IUrb.Rom</i>.1231.8 (II d.C.?), como etim. de [[Ἐνυώ]]: κατ' εὐφημισμὸν ἀπὸ τοῦ ἥκιστα ἐ. ... εἶναι Corn.<i>ND</i> 21, ἐνηεῖ δόγματι <i>ICr</i>.4.325.5 (V d.C.).<br /><b class="num">2</b> de anim. [[manso]], [[dócil]] de los toros egipcios ὅττι βροτοὶ δ' ἐνέπουσιν, ἐνηέες ἐξανέχονται Opp.<i>C</i>.2.89<br /><b class="num">•</b>[[tranquilo]], [[pacífico]] del mújol, Opp.<i>H</i>.2.644.<br /><b class="num">3</b> de estrellas [[propicio]], [[favorable]] ἢν δὲ σὺν ἀστέρι Μήνη ἐνηέι καλὰ φαείνῃ Max.561, cf. 262.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Dud. Quizá comp. de ἐν y *ἦος < *ἆϝος, cf. ai. <i>ávas</i>-, av. <i>avah</i>- ‘benevolencia’, ‘ayuda’. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐνηής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για πρόσωπα [[αλλά]] και για αφηρημ. ιδιότητες ή έννοιες) [[ευπροσήγορος]], [[ευμενής]], [[πράος]], [[αγαθός]] («τοῡ δὴ ἑταῑρον ἔπεφνες ἐνηέα τε κρατερόν τε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[αστέρι]]) [[ευοίωνος]], [[ευμενής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για σύνθετη [[λέξη]] με α' συνθετικό την [[πρόθεση]] εν και β' συνθετικό <i>ήος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>άFος</i>, το οποίο συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>anas</i>-, αβεστ. <i>avah</i>- «[[ευμένεια]], [[εύνοια]], [[βοήθεια]]». Δηλ. [[ενηής]] [[είναι]] «αυτός που διακατέχεται από [[αίσθημα]] εύνοιας, ευμένειας» άρα «ο [[ευπροσήγορος]], ο [[ευμενής]]». Από άλλους η λ. συνδέθηκε με το [[αΐτης]] «ο [[νέος]] που αγαπιέται»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 29 September 2017
English (LSJ)
ές, Ep. Adj.
A kind, gentle, ἑταῖρον . . ἐνηέα τε κρατερόν τε Il.17.204; ἑτάροιο ἐνηέος ὀστέα λευκά 23.252; ἑταῖρον ἐ., of Athena, Od.8.200; μευ ἀεὶ μέμνησαι ἐνηέος Il.23.648; φιλότητος ἐνηέος Hes. Th.651: later in nom. ἐνηής IG14.1648.8; etym. of Ἐνυώ, Corn.ND21: pl., ἐνηῆες Opp.C.2.89; ἐνηέες Id.H.2.644; of stars, propitious, Max.262, al. (ἐν and -ηής, cf. Skt. άυας 'help', 'favour', άυατι 'he helps'.)
German (Pape)
[Seite 840] ές (Ggstz ἀπηνής, also statt ἐνηνής), wohlwollend, mild u. freundlich, VLL. πρᾷος, προσηνής, ἀγαθός; ἑταῖρος Il. 21, 96. 12, 204 Od. 8, 200; φιλότης Hes. Th. 651; ähnl. bei sp. D., wie Ap. Rh. 2, 1199; Opp. Cyn. 2, 89 in der Form ἐνηῆες.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνηής: ἐς, Ἐπ. ἐπίθ., σώφρων, ἀγαθός, προσηνής, πρᾶος, ἐν Ἰλ. ἐπὶ τοῦ Πατρόκλου (πρβλ. ἐνηείη), τοῦ δὴ ἑταῖρον ἔπεφνες ἐνηέα τε κρατερόν τε Ἰλ. Ρ. 204· κλαίοντες δ’ ἑτάροιο ἐνηέος ὀστέα λευκὰ Ψ. 352: οὕτως ἐπὶ τοῦ Νέστορος, ὥς μου ἀεὶ μέμνησαι ἐνηέος Ψ 648· ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Ὀδ. Θ. 200· ὡσαύτως. φιλότητος ἐνηέος Ἡσ. Θ. 651· ἡ ἑνικὴ ὀνομαστικὴ ἐνηὴς ἐν Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 566. 8., 906. 5· πληθ. ἐνηῆες ἐν Ὀππ. Κυν. 2. 89· ἐνηέες παρὰ τῷ αὐτῷ ἐν Ἁλ. 2. 664. (Πρβλ. ἀπηνής, προσηνής).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
de bonne volonté, doux, aimable.
Étymologie: pour *ἐνηϜής, de ἐν, αἴω = *αἴϜω « qui prête l’oreille à, qui se prête à » ; sel. d’autres, de ἐν, ἄημι=*ἄϜημι « au soufle favorable, propice ».
English (Autenrieth)
έος: gentle, amiable, Il. 23.252, Od. 8.200.
Spanish (DGE)
-ές
1 de pers. y abstr. amable, complaciente, amistoso de Patroclo ἑταῖρον ... ἐνηέα τε κρατερόν τε Il.17.204, cf. 23.252, de Nestor Il.23.648, de Atenea χαίρων οὕνεκ' ἑταῖρον ἐνηέα λεῦσσ' ἐν ἀγῶνι Od.8.200, φιλότης Hes.Th.651, en un elogio fúnebre IUrb.Rom.1231.8 (II d.C.?), como etim. de Ἐνυώ: κατ' εὐφημισμὸν ἀπὸ τοῦ ἥκιστα ἐ. ... εἶναι Corn.ND 21, ἐνηεῖ δόγματι ICr.4.325.5 (V d.C.).
2 de anim. manso, dócil de los toros egipcios ὅττι βροτοὶ δ' ἐνέπουσιν, ἐνηέες ἐξανέχονται Opp.C.2.89
•tranquilo, pacífico del mújol, Opp.H.2.644.
3 de estrellas propicio, favorable ἢν δὲ σὺν ἀστέρι Μήνη ἐνηέι καλὰ φαείνῃ Max.561, cf. 262.
• Etimología: Dud. Quizá comp. de ἐν y *ἦος < *ἆϝος, cf. ai. ávas-, av. avah- ‘benevolencia’, ‘ayuda’.
Greek Monolingual
ἐνηής, -ές (Α)
1. (για πρόσωπα αλλά και για αφηρημ. ιδιότητες ή έννοιες) ευπροσήγορος, ευμενής, πράος, αγαθός («τοῡ δὴ ἑταῑρον ἔπεφνες ἐνηέα τε κρατερόν τε», Ομ. Ιλ.)
2. (για αστέρι) ευοίωνος, ευμενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για σύνθετη λέξη με α' συνθετικό την πρόθεση εν και β' συνθετικό ήος < άFος, το οποίο συνδέεται με αρχ. ινδ. anas-, αβεστ. avah- «ευμένεια, εύνοια, βοήθεια». Δηλ. ενηής είναι «αυτός που διακατέχεται από αίσθημα εύνοιας, ευμένειας» άρα «ο ευπροσήγορος, ο ευμενής». Από άλλους η λ. συνδέθηκε με το αΐτης «ο νέος που αγαπιέται»].