ἑπταπλάσιος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(6_4) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑπταπλάσιος''': -α, -ον, ὡς καὶ νῦν, [[ἑπτάκις]] [[τόσος]], Πλάτ. Ἐπιστ. 332Α. - Ἐπίρρ. -ως, Ἑβδ. (Παροιμ. Ϛ΄, 31). | |lstext='''ἑπταπλάσιος''': -α, -ον, ὡς καὶ νῦν, [[ἑπτάκις]] [[τόσος]], Πλάτ. Ἐπιστ. 332Α. - Ἐπίρρ. -ως, Ἑβδ. (Παροιμ. Ϛ΄, 31). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[εφταπλάσιος]], -α, -ο (AM [[ἑπταπλάσιος]], -ία, -ον)<br /><b>1.</b> [[επτά]] φορές μεγαλύτερος<br /><b>2.</b> [[επτά]] φορές ισχυρότερος, [[περισσότερος]] κ.λπ.<br /><b>3.</b> [[κατά]] πολύ, ασύγκριτα μεγαλύτερος, [[χειρότερος]] κ.λπ. («ἑπταπλασίῳ φαυλότερος», <b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επταπλασίως</i> και <i>επταπλάσια</i><br />(AM ἑπταπλασίως)<br />[[επτά]] φορές περισσότερο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[διπλάσιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 29 September 2017
English (LSJ)
[πλᾰ], α, ον,
A sevenfold, -πλασίῳ φαυλότερος Pl.Ep.332a, cf. Iamb.in Nic.p.102 P. Adv. -ιως LXX Ps.11(12).6,al.
German (Pape)
[Seite 1013] Plat. Ep. 7, 332 a, u. ἑπταπλασίων, siebenfach, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἑπταπλάσιος: -α, -ον, ὡς καὶ νῦν, ἑπτάκις τόσος, Πλάτ. Ἐπιστ. 332Α. - Ἐπίρρ. -ως, Ἑβδ. (Παροιμ. Ϛ΄, 31).
Greek Monolingual
και εφταπλάσιος, -α, -ο (AM ἑπταπλάσιος, -ία, -ον)
1. επτά φορές μεγαλύτερος
2. επτά φορές ισχυρότερος, περισσότερος κ.λπ.
3. κατά πολύ, ασύγκριτα μεγαλύτερος, χειρότερος κ.λπ. («ἑπταπλασίῳ φαυλότερος», Πλάτ.).
επίρρ...
επταπλασίως και επταπλάσια
(AM ἑπταπλασίως)
επτά φορές περισσότερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. διπλάσιος.