έρευνα: Difference between revisions

From LSJ

Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist

Menander, Monostichoi, 141
(14)
(No difference)

Revision as of 07:13, 29 September 2017

Greek Monolingual

η (AM ἔρευνα)
1. η ενέργεια του ερευνώ, ανίχνευση, ζήτηση, αναζήτηση, ψάξιμο
2. επιμελής εξέταση, προσπάθεια για ανεύρεση ή διευκρίνηση αμφισβητούμενων πραγμάτων ή καταστάσεων
νεοελλ.
1. λεπτομερής μελέτη, προσεκτική σπουδή που αποβλέπει στη διευκρίνηση θεωριών, την επίλυση προβλημάτων, την ερμηνεία φαινομένων ή καταστάσεων (α. «ἐρευνα τών Αγίων Γραφών» β. «επιστημονική έρευνα» γ. «έρευνα της οικονομικής καταστάσεως»)
2. στρ. η εξερεύνηση του εδάφους με ανίχνευση προς αναζήτηση του εχθρού σε ορισμένη περιοχή, κατόπτευση τών δυνάμεων και τών θέσεων του κ.λπ.
3. γεωλ. το σύνολο τών γεωλογικών μελετών και εργασιών που αποβλέπουν στην ανεύρεση και αξιοποίηση κοιτασμάτων πετρελαίου
4. φρ. α) «σωματική έρευνα»
β) «έρευνα κατ’ οίκον» — οι έρευνες που διενεργούνται από την αστυνομία σε ύποπτα άτομα για ανακάλυψη όπλων ή κλοπιμαίων
μσν.
επιμέλεια, φροντίδα, επιστασία
αρχ.
εξερευνητική, εξεταστική εργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερευνώ, υποχωρητικός σχηματισμός (πρβλ. δίαιτα < διαιτώμαι)].