ἔρσις: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(6_8) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔρσις''': -εως, ἡ, ([[εἴρω]]) [[πλοκή]], [[ἀνάδεσις]], «[[ἔρσις]], τὸ [[πλεξείδιον]]» Σουΐδ. κτλ., διάφ. γραφ. ἐν Θουκ. 1. 6, Θεοφύλ. Σιμοκ. σ. 152D. | |lstext='''ἔρσις''': -εως, ἡ, ([[εἴρω]]) [[πλοκή]], [[ἀνάδεσις]], «[[ἔρσις]], τὸ [[πλεξείδιον]]» Σουΐδ. κτλ., διάφ. γραφ. ἐν Θουκ. 1. 6, Θεοφύλ. Σιμοκ. σ. 152D. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἔρσις]], -εως, ἡ (Α) [[είρω]]<br /><b>1.</b> [[συναρμογή]], [[σύνδεση]], [[ανάδεση]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἔρσις]]<br />πλεξίδιον». | |||
}} | }} |
Revision as of 07:13, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, (εἴρω A)
A a binding, band, Suid., etc., v.l. in Th.1.6.
German (Pape)
[Seite 1035] ἡ, nach Suid. auch ἕρσις, die Verknüpfung, Verflechtung, Sp.; bei Thuc. 1, 6 wird jetzt dafür ἔνερσις gelesen.
Greek (Liddell-Scott)
ἔρσις: -εως, ἡ, (εἴρω) πλοκή, ἀνάδεσις, «ἔρσις, τὸ πλεξείδιον» Σουΐδ. κτλ., διάφ. γραφ. ἐν Θουκ. 1. 6, Θεοφύλ. Σιμοκ. σ. 152D.
Greek Monolingual
ἔρσις, -εως, ἡ (Α) είρω
1. συναρμογή, σύνδεση, ανάδεση
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἔρσις
πλεξίδιον».