ἐφεδρεία: Difference between revisions
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />action de s’asseoir auprès ; action d’observer, action d’épier ; embûche (<i>cf. lat.</i> insidiae).<br />'''Étymologie:''' [[ἐφεδρεύω]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />action de s’asseoir auprès ; action d’observer, action d’épier ; embûche (<i>cf. lat.</i> insidiae).<br />'''Étymologie:''' [[ἐφεδρεύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ἐφεδρεία]]) [[εφεδρεύω]]<br /><b>1.</b> το να εφεδρεύει, να κάθεται [[κάποιος]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («ἔχει δὲ καὶ τοὺς ὄνυχας βελτίους τῶν κολοιῶν, πεφυκότας πρὸς τὴν ἀσφάλειαν τὴς ἐπὶ τοῑς δένδρεσιν ἐφεδρείας», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> πολεμική [[δύναμη]] που παρακολουθεί από [[κοντά]] τα μαχόμενα τμήματα του στρατού και [[είναι]] έτοιμη να συνδράμει σε ενδεχόμενο κίνδυνο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών πολιτών που απολύθηκαν από τον ενεργό στρατό [[μετά]] τη [[λήξη]] της θητείας τους και μπορούν ν' ανακληθούν σε καιρό επιστράτευσης<br /><b>2.</b> [[απόθεμα]], [[παρακαταθήκη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να παραμονεύει [[κάποιος]] σ' έναν [[τόπο]], η [[ενέδρα]] («πιστεύσαντες τῇ τῶν πολεμίων ἐφεδρείᾳ», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[θέση]] [[αυτού]] που ενεδρεύει, το [[πόστο]] («[[θάνατος]] ἔστι τῷ φυγόντι ἐξ ἐφεδρείας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> η προσεκτική [[παρακολούθηση]] τών συμπτωμάτων και της εξέλιξης κάποιας νόσου («Περὶ ἐφεδρείας» — [[τίτλος]] έργου του Αντωνίου του Επικουρίου)<br /><b>4.</b> (για αθλητή που ευνοήθηκε [[κατά]] την [[κλήρωση]]) η [[αναμονή]] προκειμένου ν' αγωνιστεί με τους νικητές τών προκριματικών αγώνων. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:15, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A a sitting upon, ἐπὶ δένδρεσι Arist.HA614b6; ἡ ἐπὶ τοῖς ᾠοῖς ἐ. Id.IA713a21. II sitting by, waiting for one's turn, of pugilists, etc., drawing 'byes', Pl.Lg.819b. 2 in war, reserve, Plb.1.9.2, D.S.17.12, D.H.9.57 (pl.): but in pl., observationposts, Ath.Mech.16.4. III lying near, protection, ἡ τῶν πολεμίων ἐ. Plb.23.16.2; station, post, τῷ φυγόντι ἐξ ἐ. Id.1.17.11; lying in wait, Plu.Flam.8, Onos.14.1. IV watchfulness against symptoms of disease, περὶ ἐ., title of work by Antonius the Epicurean, Gal.5.1. (Sts. written -ρία.)
German (Pape)
[Seite 1113] ἡ, das Daraufsitzen, ἡ ἐπὶ τοῖς δένδρεσιν ἐφ. Arist. H. A. 9, 9. – Dah. das Aufpassen, Auflauern, καὶ κατασκοπή Plut. Flamin. 8; das Darauffolgen, Eintreten des neuen Fechters, πυκτῶν καὶ παλαιστῶν Plat. Legg. VII, 819 b; dah. im Kriege die Reserve, Pol. 1, 9, 2; ἐφεδρείας ἔχοντες τάξιν 3, 45, 5, öfter, wie Sp., D. Hal. 9, 57; D. Sic. 14, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφεδρεία: ἡ, τὸ καθῆσθαι ἐπί τινι, ἐπὶ δένδρεσιν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 9, 2· ἡ ἐπὶ τοῖς ᾠοῖς ἐφ. ὁ αὐτ. π. Ζ. Πορείας 15. 8. ΙΙ. τὸ νὰ κάθηταί τις πλησίον ἀναμένων τὴν σειράν του, ἐπὶ πυγμάχων κτλ., Πλάτ. Νόμ. 819Β. 2) ἐν πολέμῳ, ἡ δύναμις ἡ ἐπιτηροῦσα καὶ οὖσα ἕτοιμος ὅπως ἀνακουφίσῃ τὰ κινδυνεύοντα μέρη τοῦ μαχομένου στρατοῦ, Λατιν. Subsidia, Πολύβ. 1. 9, 2. ΙΙΙ. τὸ κεῖσθαι πλησίον, παραμονεύειν, ἡ τῶν πολεμίων ἐφ. Πολύβ. 24. 12, 2· τὸ ἐνεδρεύειν, Λατ. insidiae, Πλούτ. ἐν Φλαμιν. 8.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de s’asseoir auprès ; action d’observer, action d’épier ; embûche (cf. lat. insidiae).
Étymologie: ἐφεδρεύω.
Greek Monolingual
η (Α ἐφεδρεία) εφεδρεύω
1. το να εφεδρεύει, να κάθεται κάποιος πάνω σε κάτι («ἔχει δὲ καὶ τοὺς ὄνυχας βελτίους τῶν κολοιῶν, πεφυκότας πρὸς τὴν ἀσφάλειαν τὴς ἐπὶ τοῑς δένδρεσιν ἐφεδρείας», Αριστοτ.)
2. πολεμική δύναμη που παρακολουθεί από κοντά τα μαχόμενα τμήματα του στρατού και είναι έτοιμη να συνδράμει σε ενδεχόμενο κίνδυνο
νεοελλ.
1. το σύνολο τών πολιτών που απολύθηκαν από τον ενεργό στρατό μετά τη λήξη της θητείας τους και μπορούν ν' ανακληθούν σε καιρό επιστράτευσης
2. απόθεμα, παρακαταθήκη
αρχ.
1. το να παραμονεύει κάποιος σ' έναν τόπο, η ενέδρα («πιστεύσαντες τῇ τῶν πολεμίων ἐφεδρείᾳ», Πολ.)
2. η θέση αυτού που ενεδρεύει, το πόστο («θάνατος ἔστι τῷ φυγόντι ἐξ ἐφεδρείας», Πολ.)
3. ιατρ. η προσεκτική παρακολούθηση τών συμπτωμάτων και της εξέλιξης κάποιας νόσου («Περὶ ἐφεδρείας» — τίτλος έργου του Αντωνίου του Επικουρίου)
4. (για αθλητή που ευνοήθηκε κατά την κλήρωση) η αναμονή προκειμένου ν' αγωνιστεί με τους νικητές τών προκριματικών αγώνων.