ἠνεμόεις: Difference between revisions
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
(Autenrieth) |
(16) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=εσσα, εν ([[ἄνεμος]]): [[windy]], breezy, [[airy]], of towns, trees, and [[mountain]]-tops. | |auten=εσσα, εν ([[ἄνεμος]]): [[windy]], breezy, [[airy]], of towns, trees, and [[mountain]]-tops. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἠνεμόεις]], δωρ. τ. [[ἀνεμόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προσβάλλεται από τους ανέμους («δι' ἄκριας ἠνεμοέσσας», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[ιστίο]]) αυτός που φουσκώνει από τον αέρα<br /><b>3.</b> (για [[κίνηση]]) [[ορμητικός]], [[σφοδρός]]<br /><b>4.</b> γρήγορος σαν τον άνεμο («λαγωὸς [[ἠνεμόεις]]», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>5.</b> (μτφ. για [[σκέψη]] ή [[γνώμη]]) αυτή που πετάει [[ψηλά]] ή [[είναι]] γρήγορη σαν τον άνεμο, [[επομένως]] υψηλή («ἀνεμόεν [[φρόνημα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> αυτός που σείεται από τον άνεμο («ἐρινεὸν ἠνεμόεντα», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δωρ. τ. του [[ανεμόεις]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:17, 29 September 2017
English (LSJ)
Dor. ἀνεμόεις [ᾱ], εσσα, εν, (ἄνεμος)
A windy, airy, δι' ἄκριας ἠνεμοέσσας Od.9.400; προτὶ Ἴλιον ἠνεμόεσσαν Il.3.305, etc.; πτύχας ἠνεμοέσσας Od.19.432, cf. Tyrt.2.3, Pi.O.4.8, E.Heracl.781 (lyr.); of Places, Call.Del.11, D.P.472; οὔρεα ἠ. Id.1129. 2 of motion, rapid, rushing, αἰγίδες A.Ch.592 codd. (lyr.); αὔρα S.Tr.953 (lyr.); λαγωός Nic.Th.453; πέτευρον Man.6.444; ἀνεμόεν φρόνημα high-soaring, airy thought, S.Ant.354 (lyr.). 3 stirred, waved by the wind, ἐρινεός Il.22.145; filled by the wind, ἱστίον Pi.P.1.92.
German (Pape)
[Seite 1171] εσσα, εν (poet. für ἀνεμόεις, w. m. vgl.), windig, lustig, dem Winde ausgesetzt, von hochgelegenen Orten, bes. von dem hochgelegenen Ilios, Il. 3, 305 u. öfter; Ἐνίσπη, 2, 606; vom Vorgebirge Mimas, Od. 3, 172, wie ἄκριας ἠνεμοέσσας 9, 400. 16, 365; πτύχας ἠνεμοέσσας, stürmische Bergschlüfte, 19, 432; von einem hohen Baume, ἐρινεός, Il. 22, 145. – Uebertr., φρόνημα ἠνεμόεν, s. ἀνεμόεις.
Greek (Liddell-Scott)
ἠνεμόεις: Δωρ. ἀνεμόεις, εσσα, εν, (ἄνεμος) πλήρης ἀνέμου, ἀνεμώδης, εἰς τὸν ἄνεμον ἐκτεθειμένος, ἀνεμιζόμενος, ἐπὶ ὑψηλῶν βουνῶν ἢ τόπων ὀρεινῶν, δι’ ἄκριας ἠνεμοέσσας Ὀδ. Ι. 400· συχν. ἐπὶ τοῦ Ἰλίου, προτὶ Ἴλιον ἠνεμόεσσαν Ἰλ. Γ. 305 κτλ.· πτύχες ἠνεμόεσσαι, φάραγγες διαπνεόμεναι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, Ὀδ. Τ. 432· ἐπὶ δένδρων, ἐρινεὸς Ἰλ. Χ. 145· οὕτω παρὰ Τυρτ. 1. 3, Πινδ. Ο. 4. 11, Εὐρ. Ἡρακλ. 781, κλπ. 2) ἐπὶ κινήσεως, ὁρμητικός, αἰγίδες Αἰσχύλ Χο. 591· αὔρα Σοφ. Τρ. 953· λαγωὸς Νικ. Θ. 453· ἀνεμόεν φρόνημα, ταχεῖα ὡς ἄνεμος σκέψις, κατ’ ἄλλους ὑψηλή, Σοφ. Ἀντ. 354. 3) ὑπὸ τοῦ ἀνέμου πληρούμενος, ἱστίον Πίνδ. Π. 1. 177.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἀνεμόεις.
English (Autenrieth)
εσσα, εν (ἄνεμος): windy, breezy, airy, of towns, trees, and mountain-tops.
Greek Monolingual
ἠνεμόεις, δωρ. τ. ἀνεμόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. αυτός που προσβάλλεται από τους ανέμους («δι' ἄκριας ἠνεμοέσσας», Ομ. Οδ.)
2. (για ιστίο) αυτός που φουσκώνει από τον αέρα
3. (για κίνηση) ορμητικός, σφοδρός
4. γρήγορος σαν τον άνεμο («λαγωὸς ἠνεμόεις», Νίκ.)
5. (μτφ. για σκέψη ή γνώμη) αυτή που πετάει ψηλά ή είναι γρήγορη σαν τον άνεμο, επομένως υψηλή («ἀνεμόεν φρόνημα», Σοφ.)
6. αυτός που σείεται από τον άνεμο («ἐρινεὸν ἠνεμόεντα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. του ανεμόεις].