θύος: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(Autenrieth)
(17)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=εος: pl., [[burnt]]-offerings.
|auten=εος: pl., [[burnt]]-offerings.
}}
{{grml
|mltxt=[[θύος]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[θυσία]], [[ιερή]] [[προσφορά]]<br /><b>2.</b> [[θυμίαμα]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] πλακούντα που προσφερόταν σε θρησκευτικές τελετές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θύω</i>. Η ονομαστική πληθ. <i>θύεα</i> μαρτυρείται στον μηκυναϊκό τ. <i>tuwea</i> «αρωματικά προϊόντα», ενώ αργότερα η [[σημασία]] εξελίχθηκε σε «[[προσφορά]] στους θεούς» γενικά. Η λ. υιοθετήθηκε από τη Λατινική στον τ. <i>tus</i> «[[θυμίαμα]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[θύεια]], [[θυέστης]], [[θυήεις]], [[θυία]], <i>θυίς</i>, <i>θυίσκη</i>, [[θυόεις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[θυηδόχος]], [[θυηκόος]], [[θυηπολείον]], [[θυηπολία]], [[θυηπολικός]], [[θυηπόλιον]], [[θυηπόλος]], [[θυηπολώ]], [[θυηφάγος]], [[θυοδόκος]], [[θυοσκόος]], [[θυοσκοπία]], [[θυοσκόπος]], [[θυοσκώ]], [[θυοφόρος]], [[θυώδης]].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θύος Medium diacritics: θύος Low diacritics: θύος Capitals: ΘΥΟΣ
Transliteration A: thýos Transliteration B: thyos Transliteration C: thyos Beta Code: qu/os

English (LSJ)

[ῠ], εος, τό, (θύω A)

   A burnt sacrifice, A.Ag.1409; θύος ὅττι πάχιστον Call.Aet.Oxy.2079.23: but usu. in pl., σὺν θυέεσσι Il.6.270, cf. 9.499; σπονδῇσι θύεσσί τε ἱλάσκεσθαι Hes.Op.338, cf. Maiist.11; λίσσομ' ὑπὲρ θυέων Od.15.261; θύη πρὸ παίδων A.Eu.835, cf. IG12(5).593.17 (Iulis, V B.C.), Berl.Sitzb.1927.170 (Cyrene); νιν ἐκ θυέων καταδήσομαι Theoc.2.10, cf. Euph.129.    2 later in pl.,= θυμιάματα, Hp. ap. Gal.19.104.    II a cake, θύη πέττειν Eup.108.

German (Pape)

[Seite 1226] τό, Räucherwerk, das zum Opfern gebraucht wird, Il. 6, 270, im plur.; Hes. O. 335 ist verbunden μηρία καίειν, ἄλλοτε δὴ σπονδῇσι θύεσσί τε ἱλάσκεσθαι; das Opfer übh., Il. 9, 499 Od. 15, 261; Aesch. Eum. 799, der auch den sing. gebraucht, Ag. 1383. Auch sp. D., immer im plur., wie Gaetul. 3 (VI, 190); Theocr. 2, 10.

Greek (Liddell-Scott)

θύος: -εος, τό, (θύω) θυσία, προσφορά, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1409· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., σὺν θυέεσσι Ἰλ. Ζ. 270, πρβλ. Ι. 499 (495)· σπονδῇσι θύεσσί τε ἱλάσκεσθαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 336· λίσσομ’ ὑπέρ θυέων Ὀδ. Ο. 261· θύη πρὸ παίδων Αἰσχύλ. Εὐμ. 835. 2) παρὰ μεταγεν., θυμίαμα, Λατ. thus, Ἱππ. παρὰ Γαλην., Θεόκρ. 2. 10· ἀλλὰ τὸ θυμίαμα εἶναι ἄγνωστον παρ’ Ὁμ., Nitzsch Ὀδ. Ε. 60. ΙΙ. πέμμα, πλακοῦς, θύει πέττειν Εὔπολις ἐν «Δημ.» 22.

French (Bailly abrégé)

ion. θύεος, att. θύους (τό) :
1 bois qui répand une odeur agréable en brûlant, bois parfumé ; postér. encens, parfum;
2 offrande pour un sacrifice ; sacrifice.
Étymologie: θύω¹.

English (Autenrieth)

εος: pl., burnt-offerings.

Greek Monolingual

θύος, τὸ (Α)
1. θυσία, ιερή προσφορά
2. θυμίαμα
3. είδος πλακούντα που προσφερόταν σε θρησκευτικές τελετές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύω. Η ονομαστική πληθ. θύεα μαρτυρείται στον μηκυναϊκό τ. tuwea «αρωματικά προϊόντα», ενώ αργότερα η σημασία εξελίχθηκε σε «προσφορά στους θεούς» γενικά. Η λ. υιοθετήθηκε από τη Λατινική στον τ. tus «θυμίαμα».
ΠΑΡ. αρχ. θύεια, θυέστης, θυήεις, θυία, θυίς, θυίσκη, θυόεις.
ΣΥΝΘ. αρχ. θυηδόχος, θυηκόος, θυηπολείον, θυηπολία, θυηπολικός, θυηπόλιον, θυηπόλος, θυηπολώ, θυηφάγος, θυοδόκος, θυοσκόος, θυοσκοπία, θυοσκόπος, θυοσκώ, θυοφόρος, θυώδης.