καικίας: Difference between revisions
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
(Bailly1_3) |
(18) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />vent du sud-est ; <i>sel. d’autres</i>, du sud-ouest = <i>lat.</i> vulturnus.<br />'''Étymologie:''' DELG de Κάϊκος, fl. d’Éolide. | |btext=ου (ὁ) :<br />vent du sud-est ; <i>sel. d’autres</i>, du sud-ouest = <i>lat.</i> vulturnus.<br />'''Étymologie:''' DELG de Κάϊκος, fl. d’Éolide. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καικίας]], ὁ (AM)<br />ο [[βορειοανατολικός]] [[άνεμος]] τών αρχαίων, ο [[γραίγος]] ή [[μέσης]], αλλ. αίολος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύμφωνα με την παραδοσιακή [[άποψη]] <span style="color: red;"><</span> <i>Κάικος</i>, [[ονομασία]] ποταμού της Μικράς Ασίας. Με τον ίδιο τρόπο παράγονται και άλλες ονομασίες ανέμων, όπως <i>Ολυμπ</i>-<i>ίας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[Όλυμπος]]), <i>Ελλησποντ</i>-<i>ίας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[Ελλήσποντος]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], συνδέεται με το λατ. <i>caecus</i> «[[τυφλός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ιρλ. <i>caech</i> «[[μονόφθαλμος]]», γοτθ. <i>haihs</i> «[[μονόφθαλμος]]» και αρχ. ινδ. <i>keka</i>-<i>ra</i> «[[αλλήθωρος]]»). Στην [[περίπτωση]] αυτή, η σημ. του [[καικίας]] [[είναι]] «ο [[άνεμος]] που σκοτεινιάζει». Ανάλογη η [[παραγωγή]] του λατ. <i>aquilo</i> «[[βοριάς]]» <span style="color: red;"><</span> <i>aquilus</i> «[[σκοτεινός]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A north-east wind, Arist.Mete.363b17, Pr.940a18, Mu. 394b22, IG14.1308, Plu.Sert.17, Gp.1.11.2; καικίας καὶ συκοφαντίας πνεῖ Ar.Eq.437. (Derived from the river Κάϊκος by Ach.Tat.Intr. Arat.33.)
German (Pape)
[Seite 1294] ὁ, der Nordostwind, nach Arist. de mundo 4 der Euros ὁ ἀπὸ τοῦ περὶ τὰς θερινὰς ἀνατολὰς τόπου πνέων, wie Meteorl. 2, 6; komisch Ar. Equ. 435 ὡς οὗτος ἤτοι Καικίας ἢ συκοφαντίας πνεῖ
Greek (Liddell-Scott)
καικίας: -ου, ὁ, ὁ βορειοανατολικὸς ἄνεμος, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 12 καὶ 21, Προβλ. 26. 1, π. Κόσμ. 4. 12, κἑξ., Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 37· καικίας καὶ συκοφαντίας πνεῖ Ἀριστοφ. Ἱππ. 437 (λογοπαίγνιον ἐπὶ τοῦ καικίας).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
vent du sud-est ; sel. d’autres, du sud-ouest = lat. vulturnus.
Étymologie: DELG de Κάϊκος, fl. d’Éolide.
Greek Monolingual
καικίας, ὁ (AM)
ο βορειοανατολικός άνεμος τών αρχαίων, ο γραίγος ή μέσης, αλλ. αίολος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύμφωνα με την παραδοσιακή άποψη < Κάικος, ονομασία ποταμού της Μικράς Ασίας. Με τον ίδιο τρόπο παράγονται και άλλες ονομασίες ανέμων, όπως Ολυμπ-ίας (< Όλυμπος), Ελλησποντ-ίας (< Ελλήσποντος). Κατ' άλλη άποψη, συνδέεται με το λατ. caecus «τυφλός» (πρβλ. αρχ. ιρλ. caech «μονόφθαλμος», γοτθ. haihs «μονόφθαλμος» και αρχ. ινδ. keka-ra «αλλήθωρος»). Στην περίπτωση αυτή, η σημ. του καικίας είναι «ο άνεμος που σκοτεινιάζει». Ανάλογη η παραγωγή του λατ. aquilo «βοριάς» < aquilus «σκοτεινός»].