κατάκισσος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(6_16) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάκισσος''': -ον, ἐστεμμένος, κεκαλυμμένος μὲ κισσόν· πλόκαμοι κ. Ἀνακρεόντ. 44. 5. | |lstext='''κατάκισσος''': -ον, ἐστεμμένος, κεκαλυμμένος μὲ κισσόν· πλόκαμοι κ. Ἀνακρεόντ. 44. 5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατάκισσος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει καλυφθεί με κισσό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κισσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κισσός]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μαλακό</i>-<i>κισσος</i>, [[χαμαί]]-<i>κισσος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A ivy-wreathed, Anacreont.41.5.
German (Pape)
[Seite 1353] ganz dicht mit Epheu umwunden, πλόκαμοι Anacr. 41, 5.
Greek (Liddell-Scott)
κατάκισσος: -ον, ἐστεμμένος, κεκαλυμμένος μὲ κισσόν· πλόκαμοι κ. Ἀνακρεόντ. 44. 5.
Greek Monolingual
κατάκισσος, -ον (Α)
αυτός που έχει καλυφθεί με κισσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -κισσος (< κισσός), πρβλ. μαλακό-κισσος, χαμαί-κισσος].