κόγχος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(Bailly1_3)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ, <i>qqf</i> ἡ)<br />coquille.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κόγχη]].
|btext=ου (ὁ, <i>qqf</i> ἡ)<br />coquille.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κόγχη]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[κόγχος]], ό, Α και [[κόγχος]], ή)<br />[[κοίλωμα]] του σώματος, [[κόγχη]] («[[οφθαλμικός]] [[κόγχος]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κοχύλι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[μέτρο]] για υγρά<br /><b>2.</b> το [[κοίλωμα]] της ασπίδας<br /><b>3.</b> μικρό [[αγγείο]]<br /><b>4.</b> [[πινάκιο]] ή [[δοχείο]] με [[μορφή]] κοχυλιού<br /><b>5.</b> [[πηχτός]] [[ζωμός]] από φακές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[κόγχη]].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόγχος Medium diacritics: κόγχος Low diacritics: κόγχος Capitals: ΚΟΓΧΟΣ
Transliteration A: kónchos Transliteration B: konchos Transliteration C: kogchos Beta Code: ko/gxos

English (LSJ)

(ἡ Paus.1.44.6, cf.Plb.6.23.5),

   A = κόγχη 1, A.Fr.34, Epich. 42.9, Crates Theb.7; κόγχων (gen. pl.) Arist.HA528a24 (but κόγχαι ib.22).    2 = κόγχη 1.2, shell-full, κ. ἁλῶν Phryn.Com.49, cf. Dsc. 1.30.    II anything like a mussel-shell,    1 upper part of the skull, Lyc.1105.    2 boss of a shield, Plb.l.c.    3 small iron crucible, Dsc.5.95.    4 socket of the eye, Poll.2.71 (pl.).    5 kneepan, ib.188.    III soup of lentils boiled with the pods, Timo 3.

German (Pape)

[Seite 1465] ὁ, 1) = κόγχη, Aesch. frg. bei Ath. III, 87 a, vgl. IV, 160 b; übertr. auch fem., Pol. 6, 23, 5 προσήρμοσται τῷ θυρεῷ καὶ σιδηρᾶ κόγχος; vgl. Poll. 2, 38. 71. 188. – 2) die conchis der Römer, gekochte u. nicht durchgeschlagene Linsen, κόγχος καὶ κύαμος Speise der Armen, vgl. Ath. IV, 159 ff. u. B. A. 105, 17.

Greek (Liddell-Scott)

κόγχος: ὁ, = κόγχη Ι, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 25, Ἐπίχ. 22· ὡσαύτως ἡ, Παυσ. 1. 44, 6· ― παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 6 τὰ Ἀντίγρ. ἔχουσι γεν. πληθ. κόγχων, ἂν καὶ ὀλίγῳ ἀνωτέρω ἀπαντᾷ ἡ ὀνομαστ. κόγχαι. 2) = κόγχη Ι. 2, ὡς μέτρον, κ. ἁλῶν Φρύν. ἐν Ἀδήλ. 5, πρβλ. Διοσκ. 1. 32, Γαλην. Λεξ. Ἱππ. ΙΙ. πᾶν πρᾶγμα ὅμοιον πρὸς τὸ ὄστρακον κογχυλίου, 1) τὸ ἀνώτατον μέρος τοῦ κρανίου, «ὀστοῦν τοῦ ἐγκεφάλου κογχοειδὲς» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 1105. 2) εἶδος ὀμφαλοῦ τῆς ἀσπίδος, Πολύβ. 23, 5 (ὡς θηλ.)· ὅμοιον κόσμημα ἢ ὀμφαλὸς ἐπὶ ἀγγείου, Διοσκ. 5. 110. 3) ἡ θέσις, τὸ κοίλωμα τοῦ ὀφθαλμοῦ, Πολυδ. Β΄, 71. 4) ἡ ἐπιγονατίς, αὐτόθι 188. ΙΙΙ. ἡ παρὰ Ρωμαίοις conchis, ἕψημα φακῶν μετὰ κυάμων, εἶδος πηκτοῦ ζωμοῦ μετ’ ὀσπρίων, Τίμων παρ’ Ἀθην. 159F, A. B. 105.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, qqf ἡ)
coquille.
Étymologie: cf. κόγχη.

Greek Monolingual

ο (AM κόγχος, ό, Α και κόγχος, ή)
κοίλωμα του σώματος, κόγχηοφθαλμικός κόγχος»)
μσν.-αρχ.
κοχύλι
αρχ.
1. μικρό μέτρο για υγρά
2. το κοίλωμα της ασπίδας
3. μικρό αγγείο
4. πινάκιο ή δοχείο με μορφή κοχυλιού
5. πηχτός ζωμός από φακές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κόγχη.