λέμβος: Difference between revisions
Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch
(Bailly1_3) |
(22) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />petite barque, <i>particul.</i><br /><b>1</b> chaloupe qui suit un navire;<br /><b>2</b> bateau de pêche.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym., pê emprunt (illyrien ?). | |btext=ου (ὁ) :<br />petite barque, <i>particul.</i><br /><b>1</b> chaloupe qui suit un navire;<br /><b>2</b> bateau de pêche.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym., pê emprunt (illyrien ?). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[λέμβος]], ὁ)<br />[[σκάφος]] μικρών διαστάσεων, με ή [[χωρίς]] [[κατάστρωμα]], που κινείται με [[κουπιά]] ή και [[ιστία]], [[βάρκα]] («διωκόμενος ῥίπτει αὑτὸν εἰς τὴν θάλασσαν, διαμαρτὼν δὲ τοῡ λέμβου... ἀπεπνίγη», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[καλάθι]] του αεροστάτου<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> το μικρότερο [[επάνω]] [[μέρος]] του πτερυγίου του αφτιού, η [[κύμβη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «σωσίβια [[λέμβος]]» — [[λέμβος]] που χρησιμοποιείται ειδικά για τη [[διάσωση]] ναυαγών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρό γρήγορο [[σκάφος]] που χρησίμευε ως [[πρόσκοπος]] στόλου ή ως ελαφρό [[μεταγωγικό]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] παράσιτου ατόμου («[[ὄπισθεν]] ἀκολουθεῑ [[κόλαξ]] τῳ; [[λέμβος]] ἐπικέκληται», Αναξανδρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., ίσως ιλλυρικής προελεύσεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[λεμβώδης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λεμβάδιον]] <b>νεοελλ.</b> [[λεμβίτης]], [[λεμβώνας]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[λέμβαρχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λεμβοδρόμος]], [[λεμβόζευκτος]], [[λεμβοστάσιο]], [[λεμβουργός]], [[λεμβούχος]]. (Β' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[εξωλέμβιος]], [[επιλέμβιος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:31, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, a ship's
A cock-boat, D.32.6: metaph., of a parasite, ὄπισθεν ἀκολουθεῖ κόλαξ τῳ; λέμβος ἐπικέκληται Anaxandr.34.7. II fishingboat, Theoc.21.12. 2 fast-sailing galley, felucca, used either to precede a fleet, Plb.1.53.9; or as a light transport, Id.2.3.1, cf. 5.109.3, SIG569.19 (Halasarna, iii B.C.), PPetr.2p.64 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 28] ὁ, ein kleiner Nachen mit spitzigem Vordertheil, Fischerkahn, Boot, Dem. 32, 6; ἐν τῷ λέμβῳ ἐσώθη, beim Schiffbruch, 34, 10; Pol. 1, 53, 9; ῥυμουλκοῦντες 3, 46, 5, öfter; Agath. 24 (XI, 64); übertr. vom Schmeichler, der Einem immer nachfolgt, Anaxandrid. bei Ath. VI, 242 f.
Greek (Liddell-Scott)
λέμβος: ὁ, μικρὸν πλοιάριον, ἐφόλκιον, Λατ. lembus, Δημ. 883. 28· μεταφορ., ἐπὶ παρασίτου, ὄπισθεν ἀκολουθεῖ κόλαξ τῳ; λέμβος ἐπικέκληται Ἀναξανδρ. ἐν «Ὀδυσσεῖ» 2. 7. ΙΙ. ἁλιευτικὸν πλοιάριον, Θεόφρ. 21. 12. 2) ἰδίως ταχύπλουν πλοιάριον, felucca, χρησιμεῦον ἢ ὡς πρόσκοπος στόλου, Πολύβ. 1. 53, 9· ἢ ὡς ἐλαφρὸν μεταγωγικόν, ὁ αὐτ. 2. 3, 1, πρβλ. 5. 109, 3. - Ἴδε Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. 367-70, ἔνθ’ ἀποδοκιμάζεται ἡ διὰ τοῦ θηλυκ. ἄρθρ. ἐκφορὰ τῆς λέξεως ὡς ἀδόκιμος καὶ ἀσύστατος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
petite barque, particul.
1 chaloupe qui suit un navire;
2 bateau de pêche.
Étymologie: DELG pas d’étym., pê emprunt (illyrien ?).
Greek Monolingual
η (AM λέμβος, ὁ)
σκάφος μικρών διαστάσεων, με ή χωρίς κατάστρωμα, που κινείται με κουπιά ή και ιστία, βάρκα («διωκόμενος ῥίπτει αὑτὸν εἰς τὴν θάλασσαν, διαμαρτὼν δὲ τοῡ λέμβου... ἀπεπνίγη», Δημοσθ.)
νεοελλ.
1. το καλάθι του αεροστάτου
2. ανατ. το μικρότερο επάνω μέρος του πτερυγίου του αφτιού, η κύμβη
3. φρ. «σωσίβια λέμβος» — λέμβος που χρησιμοποιείται ειδικά για τη διάσωση ναυαγών
αρχ.
1. μικρό γρήγορο σκάφος που χρησίμευε ως πρόσκοπος στόλου ή ως ελαφρό μεταγωγικό
2. ονομασία παράσιτου ατόμου («ὄπισθεν ἀκολουθεῑ κόλαξ τῳ; λέμβος ἐπικέκληται», Αναξανδρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., ίσως ιλλυρικής προελεύσεως.
ΠΑΡ. αρχ. λεμβώδης
μσν.
λεμβάδιον νεοελλ. λεμβίτης, λεμβώνας.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) λέμβαρχος
νεοελλ.
λεμβοδρόμος, λεμβόζευκτος, λεμβοστάσιο, λεμβουργός, λεμβούχος. (Β' συνθετικό) νεοελλ. εξωλέμβιος, επιλέμβιος].