λίσπος: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimusErtrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht

Menander, Monostichoi, 293
(Bailly1_3)
(23)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br />usé par le frottement ; affilé, aiguisé.<br />'''Étymologie:''' R. Λι, lisser, polir, cf. [[λεῖος]].
|btext=η, ον :<br />usé par le frottement ; affilé, aiguisé.<br />'''Étymologie:''' R. Λι, lisser, polir, cf. [[λεῖος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λίσπος]] και [[λίσφος]] -η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[λείος]], στιλβωμένος, γυαλισμένος<br /><b>2.</b> [[μικρός]], [[ασήμαντος]]<br /><b>3.</b> [[λισπόπυγος]]<br /><b>4.</b> (<b>το θηλ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>αἱ λίσπαι</i> (στο λεξ. [[Σούδα]] και <i>οἱ λίσποι</i>)<br />τα δύο τεμάχια αστραγάλου κομμένου στη [[μέση]], από τα οποία έπαιρνε το ένα [[καθένας]] από δύο φίλους ως [[απόδειξη]] γνησιότητας της φιλίας τους<br /><b>5.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι λίσφοι</i><br />τα ισχία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τον τ. [[λισσός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λίς</i> <i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], όχι πολύ πειστική, συνδέεται με λατ. [i]l</i><i>ī</i><i>ma</i> «[[ρίνη]], [[λίμα]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>slĭc</i>-<i>sm</i><i>ā</i>) και ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>sleiq</i>- ή <i>sleiq</i><sup>w</sup>, από όπου θα ερμηνευόταν και το δασύ [[σύμφωνο]] του αττ. τ. [[λίσφος]] (<span style="color: red;"><</span> IE <i>sliq</i>-<i>sq</i><sup>w</sup>[[h]]<i>o</i>-<i>s</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λίσπος Medium diacritics: λίσπος Low diacritics: λίσπος Capitals: ΛΙΣΠΟΣ
Transliteration A: líspos Transliteration B: lispos Transliteration C: lispos Beta Code: li/spos

English (LSJ)

η, ον,

   A smooth, polished, λίσπη γλῶσσα Ar.Ra.826 codd.; cf. λίσφος.    2 = λισπόπυγος, Poll.2.184; from λίσπος, = θηρίδιον λεπτὸν σφόδρα, acc. to Callistr. ap. Sch.Ar.Ra.848.    II Subst. λίσπαι, αἱ, dice cut in two by friends (ξένοι), each of whom kept half as a tally, Pl.Smp.193a:—so λίσποι, οἱ, Suid.

German (Pape)

[Seite 53] att. λίσφος, glatt, abgerieben, nur übertr., στοματουργὸς ἐπῶν βασανίστρια, λίσπη γλῶσσα, Ar. Ran. 824, wo der Schol. ἐκτετριμμένη καὶ λεία erklärt, die glatte, gewandte, abgefeimte Zunge; nach Callistratus bei dem Schol. Ar. a. a. O. θηρίδιον λεπτὸν σφόδρα, weshalb auch magere Leute, οἱ τὰ ἰσχία λεπτοί, λίσποι genannt wurden. – Bes. ἀστράγαλοι, abgenutzte, in der Mitte abgeriebene Würfel, nach dem Schol. a. a. O., später στρυφνοί genannt, u. als solche bezeichnet, die beim Spielen schwer umfallen. Bei Plat. Conv. 193 a sind αἱ λίσπαι in der Mitte durchgeschnittene Würfel, welche zwei Gastfreunde sich theilen, damit sie u. ihre Kinder sich durch das Zusammenhalten der beiderseitigen Hälften von der Aechtheit der früher geschlossenen Gastfreundschaft überzeugen konnten, wie Suid. erkl. οἱ μέσον διαπεπρισμένοι ἀστράγαλοι. Vgl. Schol. Eur. Med. 610 u. Piers. zu Moeris p. 245.

Greek (Liddell-Scott)

λίσπος: -η, -ον, (λίς, ἡ)· ― λεῖος, ἐστιλβωμένος, λίσπη γλῶσσα Ἀριστοφ. Βάτρ. 826· ― ὡσαύτως, σμικρός, ἀσήμαντος, Σχολ. ἐν τόπῳ πρβλ. λίσφος. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. λίσπαι, αἱ, κύβοι κοπτόμενοι εἰς δύο ὑπὸ φίλων (ξένων), ὧν ἑκάτερος φυλάττει τὸ ἥμισυ εἰς ἀνάμνησιν (σύμβολα, tesserae hospitalitatis), ὥστε ἡ πραγματικότης τοῦ δεσμοῦ τῆς φιλίας ἠδύνατο νὰ ἀποδειχθῇ διὰ τῆς παρουσιάσεως αὐτῶν, Πλάτ. Συμπ. 193Α, πρβλ. Σχόλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 610· ― οὕτω λίσποι, οἱ, Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
usé par le frottement ; affilé, aiguisé.
Étymologie: R. Λι, lisser, polir, cf. λεῖος.

Greek Monolingual

λίσπος και λίσφος -η, -ον (Α)
1. λείος, στιλβωμένος, γυαλισμένος
2. μικρός, ασήμαντος
3. λισπόπυγος
4. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ λίσπαι (στο λεξ. Σούδα και οἱ λίσποι)
τα δύο τεμάχια αστραγάλου κομμένου στη μέση, από τα οποία έπαιρνε το ένα καθένας από δύο φίλους ως απόδειξη γνησιότητας της φιλίας τους
5. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι λίσφοι
τα ισχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τον τ. λισσός (πρβλ. λίς ). Κατ' άλλη άποψη, όχι πολύ πειστική, συνδέεται με λατ. [i]līma «ρίνη, λίμα» (< slĭc-smā) και ανάγεται σε ΙΕ ρίζα sleiq- ή sleiqw, από όπου θα ερμηνευόταν και το δασύ σύμφωνο του αττ. τ. λίσφος (< IE sliq-sqwho-s)].