μαθητής: Difference between revisions
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
(T21) |
(23) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=μαθητοῦ, ὁ ([[μανθάνω]]), a [[learner]], [[pupil]], [[disciple]]: [[universally]], opposed to [[διδάσκαλος]], τίνος, [[one]] [[who]] follows [[one]]'s [[teaching]]: Ἰωάννου, [[τῶν]] Φαρισαίων, Μωϋσέως, [[ὄχλος]] μαθητῶν [[αὐτοῦ]], οἱ μαθητοι [[αὐτοῦ]] ἱκανοί, [[ἅπαν]] τό [[πλῆθος]] [[τῶν]] μαθητῶν, the [[twelve]] apostles: οἱ μαθηταί, ), etc.; in the Acts οἱ μαθηταί are [[all]] those [[who]] [[confess]] Jesus as the Messiah, Christians: [[τοῦ]] κυρίου added, T, [[nor]] in the Epistles of the N. T., [[nor]] in the Apocalypse; in Greek writings from ([[Herodotus]]), [[Aristophanes]], [[Xenophon]], [[Plato]] [[down]]. | |txtha=μαθητοῦ, ὁ ([[μανθάνω]]), a [[learner]], [[pupil]], [[disciple]]: [[universally]], opposed to [[διδάσκαλος]], τίνος, [[one]] [[who]] follows [[one]]'s [[teaching]]: Ἰωάννου, [[τῶν]] Φαρισαίων, Μωϋσέως, [[ὄχλος]] μαθητῶν [[αὐτοῦ]], οἱ μαθητοι [[αὐτοῦ]] ἱκανοί, [[ἅπαν]] τό [[πλῆθος]] [[τῶν]] μαθητῶν, the [[twelve]] apostles: οἱ μαθηταί, ), etc.; in the Acts οἱ μαθηταί are [[all]] those [[who]] [[confess]] Jesus as the Messiah, Christians: [[τοῦ]] κυρίου added, T, [[nor]] in the Epistles of the N. T., [[nor]] in the Apocalypse; in Greek writings from ([[Herodotus]]), [[Aristophanes]], [[Xenophon]], [[Plato]] [[down]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, θηλ. [[μαθήτρια]] (AM [[μαθητής]], θηλ. [[μαθήτρια]] Α θηλ. και [[μαθητρίς]], δωρ. τ. αρσ. [[μαθετάς]]) [[μαθαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που διδάσκεται, αυτός που μαθαίνει από κάποιον γράμματα ή [[τέχνη]] (α. «τῆς Ἑλλάδος μαθητὴς γένοιτο», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «τὰς τέχνας μαθητρίας γενομένας τῆς φύσεως», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ασπάζεται και ακολουθεί τις θεωρίες σπουδαίου ατόμου ή την [[τεχνοτροπία]] μεγάλου καλλιτέχνη, συγγραφέα κ.λπ. («οι μαθητές του Ιησού»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που φοιτά σε [[σχολείο]] («[[είναι]] από τους καλύτερους μαθητές του λυκείου μας»). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:35, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A learner, pupil, τῆς Ἑλλάδος Hdt.4.77, Mosch.3.95, etc.; of dancing, SIG1094.6 (Eleusis, iv B. C.): freq. in Att. of the pupils of philosophers and rhetoricians, οὐ θέμις πλὴν τοῖς μ. λέγειν Ar.Nu.140; οἱ Πρωταγόρου μ. Pl.Prt. 315a, al.; ἐμοὺς μαθητάς Id.Ap.33a: c. gen. rei, τούτου τοῦ μαθήματος μ. a studentofit, Id.R.618c; μ. ἰατρικῆς a student of medicine, ib.599c; μ. περί τινος Id.La.186e; apprentice, POxy.725.15 (ii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
μᾰθητής: -οῦ, ὁ, (μαθεῖν) ὡς καὶ νῦν, ὁ μανθάνων, διδασκόμενος, Λατ. discipulus, τῆς Ἑλλάδος Ἡρόδ. 4. 77· συχνάκις παρ’ Ἀττ. οἱ μαθηταὶ τῶν φιλοσόφων καὶ ῥητοροδιδασκάλων, οἱ Πρωταγόρου μ. Πλάτ. Πρωτ. 315Α, κ. ἀλλ.· μαθητὰς ἐμοὺς ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 33Α· ὡσαύτως μετὰ γεν. πράγματος, τούτου τοῦ μαθήματος μ., σπουδαστὴς τούτου τοῦ μαθήματος, ὁ αὐτ ἐν Πολ. 618C· μ. ἰατρικῆς, σπουδαστὴς τῆς ἰατρικῆς, αὐτόθι 599C· οὕτω, μ. περί τινος ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 186Ε.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 disciple (d’un maître);
2 qui apprend, étudiant en gén.
Étymologie: μανθάνω.
English (Abbott-Smith)
μαθητής, -οῦ, ὁ (μανθάνω), [in LXX only as v.l. (A) in Je 13:21 20:11 26(46):9*;]
a disciple: opp. to διδάσκαλος, Mt 10:24, Lk 6:40; Ἰωάννου, Mt 9:14, Lk 7:18, Jo 3:25; τ. Φαρισσίων, Mt 22:16, Mk 2:18, Lk 5:33; Μωυσέως, Jo 9:28; Ἰησοῦ, Lk 6:17 7:11 19:37, Jo 6:66 7:3 19:38; esp. the twelve, Mt 10:1 11:1, Mk 7:17, Lk 8:9, Jo 2:2, al.; later, of Christians generally, Ac 6:1, 2 7 9:19, al.; τ. κυρίου, Ac 9:1.
English (Strong)
from μανθάνω; a learner, i.e. pupil: disciple.
English (Thayer)
μαθητοῦ, ὁ (μανθάνω), a learner, pupil, disciple: universally, opposed to διδάσκαλος, τίνος, one who follows one's teaching: Ἰωάννου, τῶν Φαρισαίων, Μωϋσέως, ὄχλος μαθητῶν αὐτοῦ, οἱ μαθητοι αὐτοῦ ἱκανοί, ἅπαν τό πλῆθος τῶν μαθητῶν, the twelve apostles: οἱ μαθηταί, ), etc.; in the Acts οἱ μαθηταί are all those who confess Jesus as the Messiah, Christians: τοῦ κυρίου added, T, nor in the Epistles of the N. T., nor in the Apocalypse; in Greek writings from (Herodotus), Aristophanes, Xenophon, Plato down.
Greek Monolingual
ο, θηλ. μαθήτρια (AM μαθητής, θηλ. μαθήτρια Α θηλ. και μαθητρίς, δωρ. τ. αρσ. μαθετάς) μαθαίνω
1. αυτός που διδάσκεται, αυτός που μαθαίνει από κάποιον γράμματα ή τέχνη (α. «τῆς Ἑλλάδος μαθητὴς γένοιτο», Ηρόδ.
β. «τὰς τέχνας μαθητρίας γενομένας τῆς φύσεως», Διόδ.)
2. αυτός που ασπάζεται και ακολουθεί τις θεωρίες σπουδαίου ατόμου ή την τεχνοτροπία μεγάλου καλλιτέχνη, συγγραφέα κ.λπ. («οι μαθητές του Ιησού»)
νεοελλ.
αυτός που φοιτά σε σχολείο («είναι από τους καλύτερους μαθητές του λυκείου μας»).