νηφάλιος: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(Bailly1_3)
(27)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />sobre :<br /><b>I.</b> <i>au propre</i>;<br /><b>1</b> qui ne boit pas de vin;<br /><b>2</b> <i>en parl. de choses</i> sans vin ; <i>particul.</i> qui se compose seulement d’eau, de lait <i>ou</i> de miel (libation);<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> tempérant, sage, prudent.<br />'''Étymologie:''' [[νήφω]].
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />sobre :<br /><b>I.</b> <i>au propre</i>;<br /><b>1</b> qui ne boit pas de vin;<br /><b>2</b> <i>en parl. de choses</i> sans vin ; <i>particul.</i> qui se compose seulement d’eau, de lait <i>ou</i> de miel (libation);<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> tempérant, sage, prudent.<br />'''Étymologie:''' [[νήφω]].
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[νηφάλιος]], -ία, -ον, θηλ και -ος)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει πιει, [[εγκρατής]] στο [[ποτό]], [[ιδίως]] στο [[κρασί]], [[ξεμέθυστος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που έχει πνευματική [[διαύγεια]], καθαρή [[σκέψη]], [[ήρεμος]], [[ψύχραιμος]], [[συνετός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[ποτό]]) αυτός που δεν έχει αναμιχθεί με [[κρασί]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «νηφάλια μειλίγματα» — θυσίες που προσφέρονταν στις Ευμενίδες και οι οποίες περιείχαν [[μέλι]], [[γάλα]] και [[νερό]]<br />β) «[[νηφάλιος]] [[κρατήρ]]» — [[κρατήρας]] που περιείχε [[υγρό]] το οποίο δεν ήταν αναμεμιγμένο με [[κρασί]] και χρησιμοποιούνταν σε θυσίες στις οποίες δεν χύνονταν [[κρασί]]<br />γ) «νηφάλιοι εὐωχίαι» ή «νηφάλιαι θυσίαι» — σπονδές στις οποίες δεν χύνονταν [[κρασί]]<br />δ) «νηφάλιοι βωμοί» — βωμοί στους οποίους γίνονταν οι νηφάλιες, [[χωρίς]] [[κρασί]], θυσίες<br />ε) «νηφάλια θύειν» ή «νηφάλια σπένδειν» — η [[προσφορά]] νηφάλιων, [[χωρίς]] [[κρασί]] θυσιών<br />στ) «νηφάλια ξύλα» — ξύλα που χρησιμοποιούνταν στις νηφάλιες θυσίες<br />ζ) «νηφάλιον [[πόπανον]]» — [[είδος]] πίτας στρογγυλού σχήματος που προσφερόταν στους θεούς [[κατά]] την [[τέλεση]] θυσιών και η οποία δεν είχε ζυμωθεί με [[κρασί]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νηφάλια</i> και -<i>ίως</i> (Α νηφαλίως)<br />με νηφάλιο τρόπο, με καθαρό [[μυαλό]] με [[σύνεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>νηφ</i>- του [[νήφω]] «[[απέχω]] από το [[κρασί]], έχω πνευματική [[διαύγεια]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[άλιος]] (<b>πρβλ.</b> <i>φυτ</i>-[[άλιος]])].
}}
}}

Revision as of 11:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηφᾰλιος Medium diacritics: νηφάλιος Low diacritics: νηφάλιος Capitals: ΝΗΦΑΛΙΟΣ
Transliteration A: nēphálios Transliteration B: nēphalios Transliteration C: nifalios Beta Code: nhfa/lios

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον 1 Ep.Ti.3.11, Plu. 2.657c: (νήφω):—of drink,

   A unmixed with wine, ν. μειλίγματα offerings of water, milk, and honey to the Eumenides, A.Eu.107; to the Muses and Nymphs, κρατὴρ νηφάλιος Plu.2.156d; νηφάλιαι εὐχωλαί, θυσίαι, A.R.4.712, Polem.Hist.42; ν. βωμοί IG2.1651 (iv B.C.); νηφάλια καὶ μελίσπονδα θύειν Plu.2.464c, 672b; τῷ Διονύσῳ πολλάκις ν. θύομεν ib. 132e (prov. of a frugal meal); ν. σπείσω Κύπριδι AP5.225 (Paul. Sil.); ν. ξύλα wood other than vine twigs, burned in sacrifices, esp. the twigs of the herb θύμος, Philoch.31, Crates Hist.5; ν. πόπανον with no wine in it, IG3.77.18.    II sober, ν. μέθη Ph.1.16, 2.447; βαθὺ ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον Plu.2.504a; of persons, 1 Ep.Ti.3.2,11, Ep.Tit.2.2, J.AJ13.12.2. Adv. -ίως, ν. ἔχειν Poll.6.26.

Greek (Liddell-Scott)

νηφάλιος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Πλούτ. 2. 659C (νήφω). - ἐπὶ ποτοῦ, τὸ μὴ μεμιγμένον μετ’ οἴνου, νηφ. μειλίγματα, τὰ προσφερόμενα εἰς τὰς Εὐμενίδας, Αἰσχύλ. Εὐμ. 107· ἅτινα συνίσταντο ἐξ ὕδατος, μέλιτος καὶ γάλακτος, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 100, 481· ὡσαύτως προσφέροντο καὶ εἰς τὰς Μούσας καὶ τὰς Νύμφας, κρατὴρ νηφάλιος, νηφάλιαι θυσίαι, πρβλ. Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 132Ε· νηφάλια καὶ μελίσπονδα θύειν αὐτόθι 464C, πρβλ. 672Β· ν. σπένδειν Κύπριδι Ἀνθ. Π. 5. 226· ν. ξύλα, ὧν χρῆσις ἐγίνετο κατὰ τὰς τοιαύτας θυσίας, οἷον κλῶνες θύμου, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 99· πρβλ. ὀξυθύμια· - νηφάλια θύειν τῷ Διονύσῳ, παροιμία ἐπὶ λιτοῦ γεύματος, Πλούτ. 2. 132Ε· ν. πόπανον, τὸ ζυμωθὲν ἄνευ οἴνου, Συλλ. Ἐπιγρ. 523. 18. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἐγκρατής, οὐχὶ μέθυσος, Πλούτ. 2. 504Α, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. γ΄, 2 καὶ 11, πρ. Τίτ. β΄, 2. - Ἐπίρρ. νηφαλίως, νηφαλίως ἔχειν, νήφειν, Πολύδ. ϛʹ, 26. - Καθ’ Ἡσύχ.: «νηφάλιοι· νήφοντες, μὴ πεπωκότες. ἢ θύματα καὶ βωμοί, ἐφ’ ὧν οἶνος οὐ σπένδεται. ἢ σοφοί».

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
sobre :
I. au propre;
1 qui ne boit pas de vin;
2 en parl. de choses sans vin ; particul. qui se compose seulement d’eau, de lait ou de miel (libation);
II. fig. tempérant, sage, prudent.
Étymologie: νήφω.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α νηφάλιος, -ία, -ον, θηλ και -ος)
1. αυτός που δεν έχει πιει, εγκρατής στο ποτό, ιδίως στο κρασί, ξεμέθυστος
2. μτφ. αυτός που έχει πνευματική διαύγεια, καθαρή σκέψη, ήρεμος, ψύχραιμος, συνετός
αρχ.
1. (για ποτό) αυτός που δεν έχει αναμιχθεί με κρασί
2. φρ. «νηφάλια μειλίγματα» — θυσίες που προσφέρονταν στις Ευμενίδες και οι οποίες περιείχαν μέλι, γάλα και νερό
β) «νηφάλιος κρατήρ» — κρατήρας που περιείχε υγρό το οποίο δεν ήταν αναμεμιγμένο με κρασί και χρησιμοποιούνταν σε θυσίες στις οποίες δεν χύνονταν κρασί
γ) «νηφάλιοι εὐωχίαι» ή «νηφάλιαι θυσίαι» — σπονδές στις οποίες δεν χύνονταν κρασί
δ) «νηφάλιοι βωμοί» — βωμοί στους οποίους γίνονταν οι νηφάλιες, χωρίς κρασί, θυσίες
ε) «νηφάλια θύειν» ή «νηφάλια σπένδειν» — η προσφορά νηφάλιων, χωρίς κρασί θυσιών
στ) «νηφάλια ξύλα» — ξύλα που χρησιμοποιούνταν στις νηφάλιες θυσίες
ζ) «νηφάλιον πόπανον» — είδος πίτας στρογγυλού σχήματος που προσφερόταν στους θεούς κατά την τέλεση θυσιών και η οποία δεν είχε ζυμωθεί με κρασί.
επίρρ...
νηφάλια και -ίως (Α νηφαλίως)
με νηφάλιο τρόπο, με καθαρό μυαλό με σύνεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νηφ- του νήφω «απέχω από το κρασί, έχω πνευματική διαύγεια» + επίθημα -άλιος (πρβλ. φυτ-άλιος)].