ὀλοόφρων: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(Autenrieth) |
(28) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[destructive]]-[[minded]], [[baleful]]. | |auten=[[destructive]]-[[minded]], [[baleful]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀλοόφρων]] και [[οὐλοόφρων]] -όνος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>ως επίθ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διάκειται εχθρικά [[προς]] κάποιον, που σκέπτεται τον θάνατο και την [[καταστροφή]] κάποιου, [[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]] («ὥς τε [[λέων]] [[ὀλοόφρων]] βουσὶν ἐπελθών», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οξύνους]], [[μυαλωμένος]], [[σοφός]] («Ἄτλαντος ὀλοόφρονος», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀλοός]] (Ι) «[[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>φρων</i>. Κατ' άλλους, η λ. με τη σημ. «[[οξύνους]], [[μυαλωμένος]]» [[πρέπει]] να γραφεί <i>ὁλοόφρων</i>, [[οπότε]] [[είναι]] σύνθ. <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλοός</i> (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>) και σημαίνει «αυτός που σκέπτεται για όλα»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:03, 29 September 2017
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ, (ὀλοός, φρήν)
A meaning mischief, baleful (so always in Il.), ὕδρος 2.723 ; λέων 15.630 ; σῦς κάπρος 17.21 ; but II in Od., crafty, sagacious, of persons, Ἄτλας 1.52 ; Αἰήτης 10.137 ; Μίνως 11.322. (Sense 11 is derived from sense 1, cf. the signf. of δαΐφρων and δεινός ; expld. by Cleanth.Stoic.1.125 by ὁ ὑπὲρ ὅλων φρονῶν, i. e. ὁλο-.)
German (Pape)
[Seite 326] ον (vgl. ὀλοὰ φρονεῖν unter ὀλοός), Verderbliches sinnend, auf Tod u. Verderben sinnend, vom wilden, feindlichen Sinne; in der Il. heißen so ὕδρος, λέων, 2, 723. 15, 630, κάπρος, 17, 21; und so brauchen es auch stets die sp. D., wie Ap. Rh. 4, 818, Qu. Sm. 3, 425. 5, 405. – In der Od., wo Atlas, Aeetes, Minos, 1, 52. 10, 137. 11, 322 so heißen, erklärten es schon Alte, auf ὅλος zurückgehend, ὁ τῶν ὅλων φροντιστικός, der das Ganze bedenkt, allkundig, allklug, u. schrieben auch wohl ὁλοόφρων, u. stützten sich bes. auf den in der ersten Stelle mit Bezug auf Atlas folgenden Relativsatz, ὅςτε θαλάσσης πάσης βένθεα οἶδεν; eine andere Erklärung ist ὁ οὔλας ἢ ὑγιεῖς τὰς φρένας ἔχων, ganzen, tüchtigen, gefunden Sinn habend (vgl. δαΐφρων). Aber alle drei erscheinen im Homer als gewaltige, über das gewöhnliche menschliche Maaß der Klugheit hinausgehende und deshalb den Andern furchtbare, entsetzliche Wesen, die wenigstens gefährlich werden können, wenn sie auch in dem besondern Falle nicht einen gefährlichen Gebrauch von ihrer überwiegenden und verderblichen Klugheit u. Schlauheit machen.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλοόφρων: -ονος, ὁ καὶ ἡ, (ὀλοός, φρὴν) ὁ τὸ κακὸν σκεπτόμενος, ὀλέθριος, ἐν τῇ Ἰλ. ἐπίθ. τοῦ ὕδρου, Β. 723· τοῦ λέοντος, Ο. 630· τοῦ συὸς κάπρου, Ρ. 21· ― ἀλλά, ΙΙ. ἐν τῇ Ὀδ. ἀείποτε ἐπίθ. τῶν πανούργων, δολίων, πολυτρόπων ἀνθρώπων τῶν ἐξ. Ἀσίας καταγομένων, οἷον τοῦ Ἄτλαντος, τοῦ Αἰήτου, τοῦ Μίνωος, Α. 52, Κ. 137, Λ. 322. ― Ἐν ταύταις ταῖς περιπτώσεσι προὐτάθη ὡς ἐτυμολογία τῆς λέξεως ἡ ἐκ τοῦ οὗλος = ὅλος, ὥστε ὁλοόφρων θὰ σημαίνῃ ὁ ὅλας τὰς φρένας ἔχων, δηλ. ἀγχίνους, ὀξύφρων, εὐθαρσής, ἀμείλικτος, κατὰ τὸν Γλάδστωνα, Gladst. Hom. Stud. 1. 224. Ἀλλὰ τοῦτο δὲν εἶναι ἀναγκαῖον, ὡς δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ δώσῃ τις διπλῆν σημασίαν εἰς τὴν λέξιν δαΐφρων, ἴδε ἐν λέξ.· εἶναι εὔλογον ὁ Αἰήτης καὶ ὁ Μίνως νὰ καλῶνται ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων ὀλέθριοι ἢ καταστρεπτικοί· καὶ ὁ Ἄτλας δὲ ὡς Τιτὰν δύναται νὰ θεωρηθῇ ἄξιος τοῦ αὐτοῦ ἐπιθέτου.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
1 malfaisant, funeste;
2 redoutable, terrible.
Étymologie: ὀλοός, φρήν.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ὀλοόφρων και οὐλοόφρων -όνος, ὁ, ἡ (Α)
ως επίθ.
1. αυτός που διάκειται εχθρικά προς κάποιον, που σκέπτεται τον θάνατο και την καταστροφή κάποιου, ολέθριος, καταστρεπτικός («ὥς τε λέων ὀλοόφρων βουσὶν ἐπελθών», Ομ. Ιλ.)
2. οξύνους, μυαλωμένος, σοφός («Ἄτλαντος ὀλοόφρονος», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλοός (Ι) «ολέθριος, καταστρεπτικός» + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων. Κατ' άλλους, η λ. με τη σημ. «οξύνους, μυαλωμένος» πρέπει να γραφεί ὁλοόφρων, οπότε είναι σύνθ. < ὁλοός (ΙΙ) + -φρων (< φρήν, φρενός) και σημαίνει «αυτός που σκέπτεται για όλα»].