περιγνάμπτω: Difference between revisions

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
(Autenrieth)
(32)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[double]] a [[cape]], in [[nautical]] [[sense]], [[part]]., Od. 9.80†.
|auten=[[double]] a [[cape]], in [[nautical]] [[sense]], [[part]]., Od. 9.80†.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[κάμπτω]], [[κλίνω]], [[λυγίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> προχωρώντας ή οδηγώντας [[παρακάμπτω]] [[κάτι]] και το [[προσπερνώ]]<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) [[περιπλέω]] [[ακρωτήριο]], [[παρακάμπτω]], [[καβατζάρω]]<br /><b>3.</b> κυρτώνομαι, [[λυγίζω]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[εξαναγκάζω]] κάποιον να μεταβάλει [[γνώμη]], τον [[κάνω]] να καμφθεί, να ενδώσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γνάμπτω]] «[[κάμπτω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιγνάμπτω Medium diacritics: περιγνάμπτω Low diacritics: περιγνάμπτω Capitals: ΠΕΡΙΓΝΑΜΠΤΩ
Transliteration A: perignámptō Transliteration B: perignamptō Transliteration C: perignampto Beta Code: perigna/mptw

English (LSJ)

   A double a headland, Μάλειαν Od.9.80 ; ἄκρην A.R.2.364.    2 intr., curve, ὀρθαὶ ἑκάτερθε π. κεραῖαι Arat.790.    3 bend, στάχυν Nonn.D.41.225 : metaph., φρένα π. κεστῷ ib.8.174.

German (Pape)

[Seite 572] umbiegen, umlenken, Hom. vrbdt μὲ – περιγνάμπτοντα Μάλειαν, Od. 9, 80, als ich um Maleia herumbog, mit dem Schiffe.

Greek (Liddell-Scott)

περιγνάμπτω: περικάμπτω (ἄκραν), περιπλέω, περιγνάμπτοντα Μάλειαν Ὀδ. Ι. 80· ἄκρην Ἀπολλ. Ροδ. Β. 364·

English (Autenrieth)

double a cape, in nautical sense, part., Od. 9.80†.

Greek Monolingual

ΜΑ
κάμπτω, κλίνω, λυγίζω
αρχ.
1. προχωρώντας ή οδηγώντας παρακάμπτω κάτι και το προσπερνώ
2. (για πλοίο) περιπλέω ακρωτήριο, παρακάμπτω, καβατζάρω
3. κυρτώνομαι, λυγίζω
4. μτφ. εξαναγκάζω κάποιον να μεταβάλει γνώμη, τον κάνω να καμφθεί, να ενδώσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + γνάμπτω «κάμπτω»].