ὀτρηρός: Difference between revisions

From LSJ

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source
(Autenrieth)
(29)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=(cf. [[ὀτραλέως]]): [[busy]], [[nimble]], [[ready]].
|auten=(cf. [[ὀτραλέως]]): [[busy]], [[nimble]], [[ready]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀτρηρός]] -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[ταχύς]], [[ευκίνητος]], [[πρόθυμος]], [[σβέλτος]] («ὀτρηρώ, θεράποντε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οξύς]], [[αιχμηρός]], [[κοφτερός]], [[οδυνηρός]] («ὀτρηρῆσιν ὀδύνῃσιν», Οππ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀτρηρῶς</i> (Α)<br /><b>1.</b> [[γρήγορα]], εσπευσμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[οτρύνω]]].
}}
}}

Revision as of 12:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀτρηρός Medium diacritics: ὀτρηρός Low diacritics: οτρηρός Capitals: ΟΤΡΗΡΟΣ
Transliteration A: otrērós Transliteration B: otrēros Transliteration C: otriros Beta Code: o)trhro/s

English (LSJ)

ά, όν, (cf. ὀτρύνω)

   A quick, nimble, busy, ready, θεράποντε Il. 1.321, cf. Od.1.109, 4.23, al., Ar.Av.909(lyr.); ταμίη Il.6.381; ὀτρηρὸν . . τὸ ληδάριον ἔχεις, comically, Ar.Av.915; μάζῃ ὀτρηρῇ Matro Conv.92. Adv. -ρῶς, = ὀτραλέως, Od.4.735.    II = ὀξύς, sharp, cutting, ὀδύναι Opp.H.2.529.

German (Pape)

[Seite 405] 1) schnell, flink, rührig; Beiw. von θεράπων, Il. 1, 321, u. öfter in der Od., auch ταμίη, Il. 6, 381; auch adv., ὀτρηρῶς καλεῖν, Od. 4, 735; Ar. sagt Μουσάων θεράπων ὀτρηρὸς κατὰ τὸν Ὅμηρον, Av. 909. – 2) bei Opp. auch = ὀξύς, ὀτρηραῖς ὀδύναις, Hal. 2, 529; – μάζῃ ὀτρηρῇ, bei Matro Ath. IV, 136 d, ist unklar.

Greek (Liddell-Scott)

ὀτρηρός: -ά, -όν, (ἴδε ὀτρύνω) ταχύς, γοργός, εὐκίνητος, ἐπίθ. τοῦ θεράπων, Ἰλ. Α. 321, Ὀδ. Α. 109, Δ. 23, κτλ., πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 909· ἐπίθ. τῆς ταμίης, Ἰλ. Ζ. 381· μάζῃ ὀτρηρῇ, κωμικῶς, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀτρηροί· ἀνδρεῖοι. ταχεῖς. ὀξεῖς. δραστικοί. ὑπήκοοι. πιστοί, σπουδαῖοι». - Ἐπίρρ. -ρῶς, ὀτραλέως, Ὀδ. Δ. 735. ΙΙ. = ὀξύς, κοπτερός, αἰχμηρός, ὀδυνηρός, Ὀππ. Ἁλ. 2. 529.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
prompt, rapide, agile.
Étymologie: ὀ- prosth. et R. Τρε, être agité ; v. τρέω.

English (Autenrieth)

(cf. ὀτραλέως): busy, nimble, ready.

Greek Monolingual

ὀτρηρός -ά, -όν (Α)
1. ταχύς, ευκίνητος, πρόθυμος, σβέλτος («ὀτρηρώ, θεράποντε», Ομ. Ιλ.)
2. οξύς, αιχμηρός, κοφτερός, οδυνηρός («ὀτρηρῆσιν ὀδύνῃσιν», Οππ.).
επίρρ...
ὀτρηρῶς (Α)
1. γρήγορα, εσπευσμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οτρύνω].