περιώγανα: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
(6_4) |
(32) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιώγανα''': «ἐπίσωστρα. οἱ δὲ τὰς κνημίας, αἳ περιπήγνυνται ταῖς ἁμάξαις» Ἡσύχ. | |lstext='''περιώγανα''': «ἐπίσωστρα. οἱ δὲ τὰς κνημίας, αἳ περιπήγνυνται ταῖς ἁμάξαις» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὰ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «ἐπίσσωτρα» <br />β) «οἱ δὲ τὰς κνημίας, αἵ περιπήγνυται ταῑς άμάξαις».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὤγανον]]<br /><i>κνημὶς ἁμάξης</i>, <b>Ησύχ.</b>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ἐπίσσωτρα, Hsch. II = κνημίαι 11.1, Id.
Greek (Liddell-Scott)
περιώγανα: «ἐπίσωστρα. οἱ δὲ τὰς κνημίας, αἳ περιπήγνυνται ταῖς ἁμάξαις» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
τὰ, Α
(κατά τον Ησύχ.) α) «ἐπίσσωτρα»
β) «οἱ δὲ τὰς κνημίας, αἵ περιπήγνυται ταῑς άμάξαις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ὤγανον
κνημὶς ἁμάξης, Ησύχ.].