πλώω: Difference between revisions
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
(Autenrieth) |
(33) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=(πλώϝω, [[parallel]] [[form]] to [[πλέω]]), ipf. πλῶον: [[swim]], [[float]]. | |auten=(πλώϝω, [[parallel]] [[form]] to [[πλέω]]), ipf. πλῶον: [[swim]], [[float]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>ιων. τ.</b> [[πλέω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο ιων. τ. [[πλώω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πλώ</i>[[F]]<i>ω</i>) ανάγεται στην εκτεταμένη - ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>pleu</i>- του ρ. [[πλέω]] (<b>πρβλ.</b> <i>ῥέω</i>: [[ῥώομαι]]) και συνδέεται με το αρχ. σλαβ. <i>plavati</i> «[[κολυμπώ]]», ενώ οι γερμανικές γλώσσες εμφανίζουν τ. με φωνηεντισμό -<i>ō</i>- [[χωρίς]] -<i>F</i>- (<b>πρβλ.</b> αρχ. ισλδ. <i>fl</i><i>ō</i><i>a</i>, γοτθ. <i>fl</i><i>ō</i><i>dus</i> «[[ποταμός]]»). Ο [[αθέματος]] αόρ. <i>ἔπλων</i> του ρ. (<b>πρβλ.</b> [[ἔγνων]]) δεν [[πρέπει]] να [[είναι]] αρχ. [[αλλά]] μτγν. [[σχηματισμός]], [[παράλληλος]] [[προς]] τον σιγματικό αόρ. <i>ἔπλωσα</i> (για τις σημασιολογικές εξελίξεις της ρίζας <b>βλ. λ.</b> [[πλέω]], [[πλούτος]], [[πλύνω]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πλώιμος]], [[πλωτήρ]](<i>ας</i>), [[πλωτός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>πλω</i>(<i>ϊ</i>)<i>άς</i>, [[πλώς]], [[πλώσιμος]], [[πλωτίς]], [[πλώτωρ]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion.for πλέω.
German (Pape)
[Seite 639] ep. u. ion. statt πλέω, schiffen, schwimmen; Il. 21, 302 Od. 5, 240 u. öfter; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 348; πλωέμεναι, Luc. Alex. 54; Her. πλώειν, 4, 156. 8, 108; πλωούσας, 8, 10. 22. 42; impf. ἔπλωον, 8, 41; auch aor. ἔπλωσα, 4, 148, int. πλῶσαι, 1, 24, u. partic., 4, 156 (vgl. ἐπιπλώσας Il. 3, 47). Auch Eur. Hel. 539 braucht es u. wird darüber von Ar. Th. 878 (οἷ πεπλώκαμεν) verspottet. Dazu gehört der epische aor. ἔπλων, part. πλώς, πλῶντος, der bei Hom. nur in Zusammensetzungen, wie ἀπέπλω, ἐπέπλως, ἐπιπλώς, παρέπλω vorkommt; als simpl. findet er sich bei sp. D. ἔπλων δ' ὅτ' ἔπλωεν ἐκεῖνος Ep. ad. 185 (VII. 169). S. die compp.
Greek (Liddell-Scott)
πλώω: Ἰων. ἀντὶ πλέω.
French (Bailly abrégé)
épq. et ion. c. πλέω.
English (Autenrieth)
(πλώϝω, parallel form to πλέω), ipf. πλῶον: swim, float.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. πλέω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ιων. τ. πλώω (< πλώFω) ανάγεται στην εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας pleu- του ρ. πλέω (πρβλ. ῥέω: ῥώομαι) και συνδέεται με το αρχ. σλαβ. plavati «κολυμπώ», ενώ οι γερμανικές γλώσσες εμφανίζουν τ. με φωνηεντισμό -ō- χωρίς -F- (πρβλ. αρχ. ισλδ. flōa, γοτθ. flōdus «ποταμός»). Ο αθέματος αόρ. ἔπλων του ρ. (πρβλ. ἔγνων) δεν πρέπει να είναι αρχ. αλλά μτγν. σχηματισμός, παράλληλος προς τον σιγματικό αόρ. ἔπλωσα (για τις σημασιολογικές εξελίξεις της ρίζας βλ. λ. πλέω, πλούτος, πλύνω).
ΠΑΡ. πλώιμος, πλωτήρ(ας), πλωτός
αρχ.
πλω(ϊ)άς, πλώς, πλώσιμος, πλωτίς, πλώτωρ].