Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προαγωγή: Difference between revisions

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />action de pousser en avant, de promouvoir (en honneurs, en puissance, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[προάγω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />action de pousser en avant, de promouvoir (en honneurs, en puissance, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[προάγω]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[προάγω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[προάγω]], [[πρόοδος]], [[βελτίωση]], [[ανάπτυξη]] («η [[κυβέρνηση]] εξετάζει τα [[μέτρα]] που θα συντελέσουν στην [[προαγωγή]] του εκπαιδευτικού συστήματος»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάληψη]] ανώτερης διοικητικής θέσης σε μια [[ιεραρχία]], [[προβιβασμός]] («αυτόν τον καιρό μελετάται η [[προαγωγή]] αρκετών υπαλλήλων»)<br /><b>2.</b> (για μαθητές) η [[προώθηση]] σε ανώτερη [[τάξη]]<br /><b>3.</b> [[προαγωγεία]], [[μαστροπεία]]<br /><b>4.</b> <b>στρ.</b> η [[άνοδος]] βαθμοφόρου, αξιωματικού ή υπαξιωματικού, ή στρατιώτη στον [[αμέσως]] ανώτερο βαθμό της στρατιωτικής ιεραρχίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να οδηγεί [[κανείς]] [[κάτι]] [[προς]] τα [[εμπρός]]<br /><b>2.</b> υψηλή [[πολιτική]] ή κοινωνική [[θέση]] («τεθραμμένοι δ' ἐξ ἀρχῆς ἐν ταῑς τῶν πατέρων ἐξουσίαις καὶ προαγωγαῑς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ευημερία]], [[ευδαιμονία]]<br /><b>4.</b> [[προτίμηση]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἐν προαγωγῇ τινα ποιοῡμαι» — [[προάγω]].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προᾰγωγή Medium diacritics: προαγωγή Low diacritics: προαγωγή Capitals: ΠΡΟΑΓΩΓΗ
Transliteration A: proagōgḗ Transliteration B: proagōgē Transliteration C: proagogi Beta Code: proagwgh/

English (LSJ)

ἡ,

   A leading on, promotion, Posidon.36J., Arch.Pap.6.18; rank, eminence, Plb.6.8.4 (pl.), 15.34.5; ἡ χιλιάρχων τάξις καὶ π. D.S.18.48; προαγωγῆς τυχεῖν ἐν τῇ αὐλῇ Arr.Epict.4.13.14, cf. Plu.2.466c(pl.), Cat. Cod.Astr.2.198 (pl.); ἐν π. τινὰ ποιεῖσθαι promote him, J.AJ15.1.1: metaph., ὁ θεωρητικὸς βίος π. ἀγῶνος τελειοτέρου Ph.1.551, cf. 2.42.    II progress, prosperity, OGI223.9 (Erythrae, iii B.C.).    III preference, Stoic.3.35.

German (Pape)

[Seite 705] ἡ, Fortführung, Beförderung zu Ehrenstellen; Pol. 6, 8, 4. 15, 37, 5 u. öfter, wie Plut. u. a. Sp.; – ἐκ προαγωγῆς φίλος, nach Umständen, der, wie es die Gelegenheit giebt, bald Freund, bald Feind ist, Dem. 23, 174, wo er selbst hinzusetzt ὅπως ἂν ὑμᾶς δύνασθαι νομίσῃ, οὕτω πρὸς ὑμᾶς εὐνοίας ἔχοντα; Harpocr. erkl. ἀντὶ τοῦ πρὸς ἀνάγκην καὶ οὐκ ἐκ φύσεως οὐδὲ ἁπλοϊκῶς.

Greek (Liddell-Scott)

προᾰγωγή: ἡ, (προάγω) ὡς καὶ νῦν, μεγίστης τυχὼν προαγωγῆς Ἀθήν. 212Α· ὑψηλὴ πολιτικὴ ἢ κοινωνικὴ θέσις, τεθραμμένοι δ’ ἐξ ἀρχῆς ἐν ταῖς τῶν πατέρων ἐξουσίαις καὶ προαγωγαῖς Πολύβ. 6. 8, 4., 15. 34, 5, Διόδ., κλπ.· ἐν προαγωγῇ τούτους ἐποιεῖτο = προῆγεν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 1, 1· ― ἴδε ἐν λέξ. προσαγωγή.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
action de pousser en avant, de promouvoir (en honneurs, en puissance, etc.).
Étymologie: προάγω.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ προάγω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προάγω, πρόοδος, βελτίωση, ανάπτυξη («η κυβέρνηση εξετάζει τα μέτρα που θα συντελέσουν στην προαγωγή του εκπαιδευτικού συστήματος»)
νεοελλ.
1. κατάληψη ανώτερης διοικητικής θέσης σε μια ιεραρχία, προβιβασμός («αυτόν τον καιρό μελετάται η προαγωγή αρκετών υπαλλήλων»)
2. (για μαθητές) η προώθηση σε ανώτερη τάξη
3. προαγωγεία, μαστροπεία
4. στρ. η άνοδος βαθμοφόρου, αξιωματικού ή υπαξιωματικού, ή στρατιώτη στον αμέσως ανώτερο βαθμό της στρατιωτικής ιεραρχίας
αρχ.
1. το να οδηγεί κανείς κάτι προς τα εμπρός
2. υψηλή πολιτική ή κοινωνική θέση («τεθραμμένοι δ' ἐξ ἀρχῆς ἐν ταῑς τῶν πατέρων ἐξουσίαις καὶ προαγωγαῑς», Πολ.)
3. ευημερία, ευδαιμονία
4. προτίμηση
5. φρ. «ἐν προαγωγῇ τινα ποιοῡμαι» — προάγω.