προλάμπω: Difference between revisions
ὑπακούσατε δεξάμεναι θυσίαν καὶ τοῖς ἱεροῖσι χαρεῖσαι → accept my sacrifice and enjoy these holy rites | hearken to our prayer, and receive the sacrifice, and be propitious to the sacred rites | hear my call, accept my sacrifice, and then rejoice in this holy offering I make
(6_1) |
(34) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προλάμπω''': [[ἐκπέμπω]] λάμψιν, [[ἡμέρα]] πρ. Συνεσ. Ὕμν. 2. 2· ζωὴ Εὐστ. κλπ. | |lstext='''προλάμπω''': [[ἐκπέμπω]] λάμψιν, [[ἡμέρα]] πρ. Συνεσ. Ὕμν. 2. 2· ζωὴ Εὐστ. κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ακτινοβολώ]], [[απαστράπτω]]<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να λάμψει, [[προκαλώ]] [[ακτινοβολία]]<br /><b>3.</b> [[ξεπερνώ]] κάποιον ή [[κάτι]] στη [[λαμπρότητα]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[φωτίζω]] [[μπροστά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («προλάμπειν τὰς προσόδους τῆς ἡμῶν ἐξουσίας», πάπ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:21, 29 September 2017
English (LSJ)
A shine forth, γυμνῷ τῷ κάλλει Chor.p.164 B.; σοφία π. Procop.Gaz.Ep.128. II trans., cause to shine forth, π. τὸ ἐξ αὐτῶν ἀναγωγὸν φῶς Procl. in Prm.p.472 S.; τὰ ἀγαθά Hierocl. in CA25p.477M. III illuminate in front, metaph., τὰς προόδους τῆς ὑμῶν ἐξουσίας PMasp.2.1 (vi A.D.). IV outshine, Gloss.
German (Pape)
[Seite 732] vor- od. vorausleuchten, vor Andern leuchten, Synes.
Greek (Liddell-Scott)
προλάμπω: ἐκπέμπω λάμψιν, ἡμέρα πρ. Συνεσ. Ὕμν. 2. 2· ζωὴ Εὐστ. κλπ.
Greek Monolingual
Α
1. ακτινοβολώ, απαστράπτω
2. (μτβ.) κάνω κάτι να λάμψει, προκαλώ ακτινοβολία
3. ξεπερνώ κάποιον ή κάτι στη λαμπρότητα
4. μτφ. φωτίζω μπροστά σε κάποιον ή σε κάτι («προλάμπειν τὰς προσόδους τῆς ἡμῶν ἐξουσίας», πάπ.).