πρόλογος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(eksahir)
(34)
Line 21: Line 21:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[fórmula previa]]
|esgtx=[[fórmula previa]]
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ [[προλέγω]]<br /><b>1.</b> προεισαγωγικό [[μέρος]] βιβλίου ή λόγου, [[προοίμιο]]<br /><b>2.</b> το [[πριν]] από το πρώτο χορικό [[άσμα]] [[μέρος]] του δράματος<br /><b>3.</b> (από τον <b>Ευρ.</b> και [[μετά]]) [[μονόλογος]] που περιέχει [[διήγηση]] σχετικών με την [[υπόθεση]] του δράματος γεγονότων, ο [[οποίος]] χρησιμεύει ως [[εισαγωγή]] στην [[κυρίως]] [[δράση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[πριν]] από την [[κυρίως]] [[δράση]] εισαγωγικό [[μέρος]] θεατρικού έργου ή μυθιστορήματος ή εκτεταμένου ποιήματος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πρόλογος]] αναφοράς»<br /><b>(λειτουργ.)</b> το [[τμήμα]] εκείνο της θείας λειτουργίας από την [[εκφώνηση]] <i>Η [[χάρις]] του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού</i>... [[μέχρι]] τον επινίκιο ύμνο <i>Άγιος</i>, '<i>Αγιος</i>, <i>Αγιος Κύριος Σαββαώθ</i>...<br />β) «[[πρόλογος]] Θεοφανείων» — η δοξολογική [[ευχή]] ή [[λόγος]] <i>Τριάς υπερούσιε</i>, <i>υπεράγαθε</i>... <i>συνεχόμενος φόβω εν κατανύξει βοώ σοι</i>..., η οποία προτάσσεται της [[μεγάλης]] καθαγιαστικής ευχής του αγιασμού τών υδάτων <i>Μέγας ει Κύριε και θαυμαστά τά έργα σου</i>... [[κατά]] την [[εορτή]] τών Θεοφανείων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκφωνεί, που απαγγέλλει τον πρόλογο<br /><b>2.</b> <b>μαθ.</b> (σχετικά με λόγο) αυτός στον οποίο ο [[πρώτος]] [[αριθμός]] [[είναι]] μεγαλύτερος, π.χ. 5/4.
}}
}}

Revision as of 12:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόλογος Medium diacritics: πρόλογος Low diacritics: πρόλογος Capitals: ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: prólogos Transliteration B: prologos Transliteration C: prologos Beta Code: pro/logos

English (LSJ)

ὁ, in early Trag. and Com.,

   A prologue of a play, i.e. the part before the entry of the chorus, Arist.Po. 1452b19; esp. (as in E.) monologue containing a narrative of facts introductory to the main action, Ar.Ra.1119, etc., cf. Arist.Rh.1414b20.    2 one who speaks the prologue, Luc.Pseudol.4.    3 introduction in a speech, Lib.Or.1.55(pl.), al.    II Arith., antecedent, in ratios in which the first number is the largest, as 5:3, Nicom.Ar.1.19, Theol.Ar.13, Dam.Pr.374; cf. ὑπόλογος.

German (Pape)

[Seite 733] ὁ, Vorrede, Vorwort; bes. in der Tragödie und der alten Comödie der erste Theil der Handlung vor dem ersten Chorgesange, Ar. Ran. 1119; vgl. Arist. poet. 12; von Euripides an und in der römischen Comödie eine monologische Erzählung dessen, was der Zuschauer wissen muß, um den Anfang der Handlung zu verstehen, die Stelle der eigentlichen dramatischen Exposition vertretend; Ggstz ἐπίλογος. – In der Arithmetik das Verhältniß der größern Zahl zur kleinem (8 : 4), Nicom. ar.

Greek (Liddell-Scott)

πρόλογος: ὁ, (προλέγω) παρὰ τοῖς παλαιοῖς τῶν Τραγ. καὶ κωμ. ποιητῶν τὸ μέρος τοῦ δράματος τὸ πρὸ τοῦ πρώτου χορικοῦ ᾄσματος, Ἀριστ. Ποιητ. 12, 1, Ρητ. 3. 14, 1· ἀλλ’ ἀπὸ τῶν χρόνων τοῦ Εὐρ. κατέστη οὗτος μονόλογος περιέχων διήγησιν τῶν σχετικῶν πρὸς τὴν ὑπόθεσιν τοῦ δράματος γεγονότων ὡς ἐν τῇ Ῥωμαϊκῇ κωμῳδίᾳ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1119. ὅπερ παραβάλλει πρὸς τὸ προαύλιον ἐν τῇ αὐλήσει ὁ Ἀριστ. ἐν τῇ Ρητ. 3. 14, 1· ― ἀντίθετον τῷ ἐπίλογος. 2) ὁ ἀπαγγέλλων τὸν πρόλογον, Λουκ. Ψευδολ. 4. ΙΙ. ἐν τῇ Ἀριθμ., ἐπὶ λόγων ἐν οἷς ὁ πρῶτος ἀριθμὸς εἶναι ὁ μεγαλείτερος, οἷον 5: 3, ἴδε ἐν λ. ὑπόλογος ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. prologue d’une pièce de théâtre, càd :
1 dans la tragédie et l’ancienne comédie partie de la pièce précédant la première apparition du chœur;
2 exposition préparatoire du sujet;
II. acteur qui récite le prologue.
Étymologie: πρό, λόγος.

Spanish

fórmula previa

Greek Monolingual

ο, ΝΑ προλέγω
1. προεισαγωγικό μέρος βιβλίου ή λόγου, προοίμιο
2. το πριν από το πρώτο χορικό άσμα μέρος του δράματος
3. (από τον Ευρ. και μετά) μονόλογος που περιέχει διήγηση σχετικών με την υπόθεση του δράματος γεγονότων, ο οποίος χρησιμεύει ως εισαγωγή στην κυρίως δράση
νεοελλ.
1. το πριν από την κυρίως δράση εισαγωγικό μέρος θεατρικού έργου ή μυθιστορήματος ή εκτεταμένου ποιήματος
2. φρ. α) «πρόλογος αναφοράς»
(λειτουργ.) το τμήμα εκείνο της θείας λειτουργίας από την εκφώνηση Η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού... μέχρι τον επινίκιο ύμνο Άγιος, 'Αγιος, Αγιος Κύριος Σαββαώθ...
β) «πρόλογος Θεοφανείων» — η δοξολογική ευχή ή λόγος Τριάς υπερούσιε, υπεράγαθε... συνεχόμενος φόβω εν κατανύξει βοώ σοι..., η οποία προτάσσεται της μεγάλης καθαγιαστικής ευχής του αγιασμού τών υδάτων Μέγας ει Κύριε και θαυμαστά τά έργα σου... κατά την εορτή τών Θεοφανείων
αρχ.
1. αυτός που εκφωνεί, που απαγγέλλει τον πρόλογο
2. μαθ. (σχετικά με λόγο) αυτός στον οποίο ο πρώτος αριθμός είναι μεγαλύτερος, π.χ. 5/4.