πῶρος: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
(Bailly1_4) |
(35) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> pierre poreuse (pôros);<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> toute concrétion, callosité, cal.<br />'''Étymologie:''' R. Περ, passer ; v. [[περάω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> pierre poreuse (pôros);<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> toute concrétion, callosité, cal.<br />'''Étymologie:''' R. Περ, passer ; v. [[περάω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο / [[πῶρος]], ΝΑ, και ποῡρος Α<br />ο [[πωρόλιθος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> οστέινη και χόνδρινη [[ουσία]] που σχηματίζει συνδετική [[γέφυρα]] [[ανάμεσα]] στα [[άκρα]] ενός οστικού κατάγματος [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της αποκατάστασης<br /><b>2.</b> η [[πέτρα]] τών δοντιών, η [[τρυγία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σταλακτίτης]] σπηλαίου («[[πῶρος]]<br />[[ἀπολίθωσις]] ὑγρῶν», <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πέτρα]] στην ουροδόχο [[κύστη]]<br /><b>3.</b> ([[ιδίως]] για αρθρώσεις που πάσχουν από [[αρθρίτιδα]]) [[πωρώδης]] [[σύσταση]] («σηπόμενον δὲ γίγνεται τὸ [[αἷμα]] ἐν τῷ σώματι [[πύον]], ἐκ δὲ τοῡ πύου [[πῶρος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ πῶροι</i><br />λίθοι που τους χρησιμοποιούσαν στα θεμέλια κτηρίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται για τεχνικό οικοδομικό όρο που δευτερευόντως χρησιμοποιήθηκε και στην ιατρική. Πιθανολογείται ότι πρόκειται για δάνεια λ., ενώ η [[σύνδεση]] της με ακκαδ. <i>pulu</i> δεν θεωρείται πιθανή]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, a
A stone used in building, described by Thphr.Lap.7 (where πόρος), Plin.HN36.132, as a kind of marble, like the Parian in colour and solidity, but lighter; but ἐπιχώριος π., of the local conglomerate of Olympia, Paus.5.10.2; πώρου cj. for πόρου in Gal. 6.57 (= Orib.5.1.4); cf. πώρινος λίθος: pl., of stone used for substructures, IG7.3073.9, al. (Lebad., ii B.C.); τῶν εἰς τὰν στοιβὰν π. ib.42(1).106i17 (Epid., iv B.C.); τῶν εἰς τὰ ἀντιθέματα π. τομᾶς ib. 71. 2 stalactite in caverns, Arist.Mete.388b26. 3 chalkstone, formed in the joints, Id.HA521a21, Dsc.5.93. 4 stone in the bladder, Hp.Nat.Hom.14, Ruf.Ren.Ves.13. 5 metaph., πῶροι γῆς τὰ μάρμαρα M.Ant.9.36.
German (Pape)
[Seite 828] ὁ, 1) der Tuffstein, weiß und glänzend, aber leicht, locker, porös (also vielleicht mit πόρος verwandt); auch eine Marmorart, der parischen an Farbe und Dichtheit ähnlich, aber leichter, vgl. Paus. 5, 10, 2. 6, 19, 1; – der Tropfstein in Höhlen und Grotten, Arist. meteorl. 4, 10. – 2) jede Verhärtung, sowohl verhärtete Knochengeschwulst, Gichtknochen, aus Eiter entstehend, Arist. H. A. 3, 19, als der aus den Knochen schwitzende Gallert, durch welchen die Theile eines gebrochenen Knochens wieder verbunden, der Bruch geheilt wird, callus, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
πῶρος: ὁ, Λατ. tophus, Ἰταλ. tufa, κατὰ τὸν Θεόφρ., π. Λίθ. 7, 1, ᾧ ἀκολουθεῖ ὁ Πλίνιος, 36. 28, εἶναι εἶδος μαρμάρου ὁμοίου πρὸς τὸ Πάριον κατὰ τὸ χρῶμα καὶ τὴν πυκνότητα, ἀλλ’ ἐλαφροτέρου, κοινῶς πωρί· καλεῖται δὲ πώρινος λίθος ὑπὸ τοῦ Ἡροδ. 5. 62, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 429, πρβλ. Siebel. εἰς Παυσ. 5. 10, 2., 6. 19, 1. 2) σταλακτίτης ἐντὸς σπηλαίων, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 10. 14. 3) πωρώδης σύστασις ἐπὶ τῶν ὀστῶν, μάλιστα ἐπὶ τῶν ἀρθρώσεων, τῶν πασχόντων ἐξ ἀρθρίτιδος, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 19, 9, Διοσκ. 5. 108, κτλ.· πρβλ. ἐξόστωσις. 4) λίθος ἐν τῇ οὐροδόχῳ κύστει, Ἱππ. 230. 55, παρ’ αὐτῷ δὲ εὕρηται καὶ τὸ ὑποκορ. πωρίδιον, τό. 5) ὕλη πωρώδης ἐξερχομένη ἐκ τεθραυσμένων ὀστῶν καὶ χρησιμεύουσα πρὸς σύνδεσιν τῶν διερρωγότων μερῶν, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 9. 36. - Κατὰ Σουΐδ.: «πῶρος, ἀπολίθωσις ὑγρῶν».
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 pierre poreuse (pôros);
2 p. anal. toute concrétion, callosité, cal.
Étymologie: R. Περ, passer ; v. περάω.
Greek Monolingual
ο / πῶρος, ΝΑ, και ποῡρος Α
ο πωρόλιθος
νεοελλ.
1. ιατρ. οστέινη και χόνδρινη ουσία που σχηματίζει συνδετική γέφυρα ανάμεσα στα άκρα ενός οστικού κατάγματος κατά τη διάρκεια της αποκατάστασης
2. η πέτρα τών δοντιών, η τρυγία
αρχ.
1. σταλακτίτης σπηλαίου («πῶρος
ἀπολίθωσις ὑγρῶν», Ησύχ.)
2. πέτρα στην ουροδόχο κύστη
3. (ιδίως για αρθρώσεις που πάσχουν από αρθρίτιδα) πωρώδης σύσταση («σηπόμενον δὲ γίγνεται τὸ αἷμα ἐν τῷ σώματι πύον, ἐκ δὲ τοῡ πύου πῶρος», Αριστοτ.)
4. στον πληθ. οἱ πῶροι
λίθοι που τους χρησιμοποιούσαν στα θεμέλια κτηρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται για τεχνικό οικοδομικό όρο που δευτερευόντως χρησιμοποιήθηκε και στην ιατρική. Πιθανολογείται ότι πρόκειται για δάνεια λ., ενώ η σύνδεση της με ακκαδ. pulu δεν θεωρείται πιθανή].