σολοικία: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(Bailly1_4) |
(38) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />incorrection, faute.<br />'''Étymologie:''' [[σόλοικος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />incorrection, faute.<br />'''Étymologie:''' [[σόλοικος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α [[σόλοικος]]<br /><b>1.</b> [[σφάλμα]] στη [[χρήση]] τών λέξεων ή στην [[ακολουθία]] τών προτάσεων, [[σολοικισμός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Περὶ σολοικίας» — [[τίτλος]] έργου του Αμμωνίου. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,= σολοικισμός, Luc.Salt.80; περὶ σολοικίας, title of treatise by Ammonius.
German (Pape)
[Seite 912] ἡ, = σολοικισμός, Luc. de salt. 27, 80 σολοικίας δεινὰς ἐν τῇ ὀρχήσει ἐπιδείκνυνται.
Greek (Liddell-Scott)
σολοικία: ἡ, = σολοικισμός, Λουκ. π. Ὀρχ. 80· ἴδε Ἀμμών. περὶ σολοικίας.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
incorrection, faute.
Étymologie: σόλοικος.
Greek Monolingual
ἡ, Α σόλοικος
1. σφάλμα στη χρήση τών λέξεων ή στην ακολουθία τών προτάσεων, σολοικισμός
2. φρ. «Περὶ σολοικίας» — τίτλος έργου του Αμμωνίου.