στρατοπεδάρχης: Difference between revisions

From LSJ
(T22)
(38)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=(στρατοπεδαρχος) στρατοπεδαρχου, ὁ: [[see]] the [[preceding]] [[word]]. The dative στρατοπεδάρχῳ is the [[reading]] of [[some]] manuscripts (cf. WH rejected marginal [[reading]]) in [[ἑκατοντάρχης]], at the [[beginning]]]  
|txtha=(στρατοπεδαρχος) στρατοπεδαρχου, ὁ: [[see]] the [[preceding]] [[word]]. The dative στρατοπεδάρχῳ is the [[reading]] of [[some]] manuscripts (cf. WH rejected marginal [[reading]]) in [[ἑκατοντάρχης]], at the [[beginning]]]  
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />[[διοικητής]] στρατοπέδου<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αξιωματικός]] στον οποίο έχουν ανατεθεί δικαιοδοσίες και καθήκοντα ανάλογα με του φρουράρχου σε [[περίπτωση]] [[κατά]] την οποία περισσότερες από μία στρατιωτικές μονάδες, οικονομικώς και διοικητικώς ανεξάρτητες, έχουν εγκατασταθεί σε κοινό [[στρατόπεδο]]<br /><b>μσν.</b><br />[[τίτλος]] ανώτατου αξιωματικού στον βυζαντινό στρατό<br /><b>αρχ.</b><br />[[στρατιωτικός]] [[διοικητής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρατόπεδο]](<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i>].
}}
}}

Revision as of 12:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρᾰτοπεδάρχης Medium diacritics: στρατοπεδάρχης Low diacritics: στρατοπεδάρχης Capitals: ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑΡΧΗΣ
Transliteration A: stratopedárchēs Transliteration B: stratopedarchēs Transliteration C: stratopedarchis Beta Code: stratopeda/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A military commander, BGU1822.13 (i B.C., prob.), D.H.10.36, J.BJ6.4.3, Mitteis Chr.87.5 (ii A.D.), Procl.Par. Ptol.245; = praefectus castrorum, CIL 3.13648, 141875 (Pontus), Luc. Hist.Conscr.22, Gloss.

German (Pape)

[Seite 952] ὁ, Anführer des Lagers, Luc. hist. conscr. 22; tribunus legionis, D. Hal. 10, 36.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτοπεδάρχης: -ου, ὁ, στρατιωτικός διοικητής, Λατιν. tribunus legionis, Διον. Ἁλ. 10. 36, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 22.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
commandant d’une armée.
Étymologie: στρατόπεδον, ἄρχω.

English (Strong)

from στρατόπεδον and ἄρχω; a ruler of an army, i.e. (specially), a from στρατόπεδον and ἄρχω; a ruler of an army, i.e. præfect: captain of the guard.

English (Thayer)

(στρατοπεδαρχος) στρατοπεδαρχου, ὁ: see the preceding word. The dative στρατοπεδάρχῳ is the reading of some manuscripts (cf. WH rejected marginal reading) in ἑκατοντάρχης, at the beginning]

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
διοικητής στρατοπέδου
νεοελλ.
αξιωματικός στον οποίο έχουν ανατεθεί δικαιοδοσίες και καθήκοντα ανάλογα με του φρουράρχου σε περίπτωση κατά την οποία περισσότερες από μία στρατιωτικές μονάδες, οικονομικώς και διοικητικώς ανεξάρτητες, έχουν εγκατασταθεί σε κοινό στρατόπεδο
μσν.
τίτλος ανώτατου αξιωματικού στον βυζαντινό στρατό
αρχ.
στρατιωτικός διοικητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατόπεδο(ν) + -άρχης].