συγγενικός: Difference between revisions
(39) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> de parent, qui concerne des parents;<br /><b>2</b> qui vient de naissance, naturel.<br />'''Étymologie:''' [[συγγενής]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> de parent, qui concerne des parents;<br /><b>2</b> qui vient de naissance, naturel.<br />'''Étymologie:''' [[συγγενής]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[συγγενικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συγγενής]] / [[συγγένεια]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει σε συγγενή ή στη [[συγγένεια]] («συγγενικοί δεσμοί»)<br /><b>2.</b> [[παραπλήσιος]], [[παρόμοιος]], [[παρεμφερής]] («συγγενικοί κλάδοι»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που απαρτίζεται από συγγενείς («συγγενική [[επιχείρηση]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «συγγενικά δικαιώματα»<br /><b>(νομ.)</b> δικαιώματα ανάλογα με τα δικαιώματα της πνευματικής ιδιοκτησίας, τα οποία η έννομη [[τάξη]] αναγνωρίζει [[υπέρ]] τών ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνικών έργων<br />β) «συγγενικές γλώσσες» — γλώσσες που έχουν προέλθει από μια [[κοινή]] προγονική [[γλώσσα]]<br />γ) «συγγενική [[σειρά]]»<br />(κοινων. ανθρωπολ.) [[ομάδα]] κοινής μονογραμμικής καταγωγής, [[δηλαδή]] [[ομάδα]] ατόμων τα [[μέλη]] της οποίας ανάγουν την [[καταγωγή]] τους σε έναν κοινό γνωστό και [[επώνυμο]] πρόγονο και [[είναι]] σε [[θέση]] να περιγράψουν τους αμοιβαίους δεσμούς τους και να φθάσουν στον κοινό πρόγονο με μία συνεχή γενεαλογική [[γραμμή]], αλλ. γενεαλογική [[γραμμή]] ή [[ρίζα]]<br />δ) «συγγενικό [[συμβούλιο]]»<br />(αστ. δίκ.) ειδικό [[συμβούλιο]] προστασίας τών συμφερόντων του επιτροπευόμενου ανηλίκου το οποίο επιδιώκει την με [[έκφραση]] γνώμης καλύτερη [[οργάνωση]] της επιτροπείας, την αγαθή [[επιμέλεια]] του προσώπου του ανηλίκου και τη χρηστή διαχείρηση της περιουσίας του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[προδιάθεση]] ασθένειας) [[συγγενής]], εκ γενετής, [[έμφυτος]], [[κληρονομικός]] («ἦν δέ τι καὶ συγγενικὸν φθινῶδες», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ συγγενικόν</i><br />η [[σχέση]] συγγένειας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «συγγενικαὶ ἱερωσύναι» — ιερατικά αξιώματα που κατέχονται από συγγενείς. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[συγγενικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συγγενής]] / [[συγγένεια]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει σε συγγενή ή στη [[συγγένεια]] («συγγενικοί δεσμοί»)<br /><b>2.</b> [[παραπλήσιος]], [[παρόμοιος]], [[παρεμφερής]] («συγγενικοί κλάδοι»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που απαρτίζεται από συγγενείς («συγγενική [[επιχείρηση]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «συγγενικά δικαιώματα»<br /><b>(νομ.)</b> δικαιώματα ανάλογα με τα δικαιώματα της πνευματικής ιδιοκτησίας, τα οποία η έννομη [[τάξη]] αναγνωρίζει [[υπέρ]] τών ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνικών έργων<br />β) «συγγενικές γλώσσες» — γλώσσες που έχουν προέλθει από μια [[κοινή]] προγονική [[γλώσσα]]<br />γ) «συγγενική [[σειρά]]»<br />(κοινων. ανθρωπολ.) [[ομάδα]] κοινής μονογραμμικής καταγωγής, [[δηλαδή]] [[ομάδα]] ατόμων τα [[μέλη]] της οποίας ανάγουν την [[καταγωγή]] τους σε έναν κοινό γνωστό και [[επώνυμο]] πρόγονο και [[είναι]] σε [[θέση]] να περιγράψουν τους αμοιβαίους δεσμούς τους και να φθάσουν στον κοινό πρόγονο με μία συνεχή γενεαλογική [[γραμμή]], αλλ. γενεαλογική [[γραμμή]] ή [[ρίζα]]<br />δ) «συγγενικό [[συμβούλιο]]»<br />(αστ. δίκ.) ειδικό [[συμβούλιο]] προστασίας τών συμφερόντων του επιτροπευόμενου ανηλίκου το οποίο επιδιώκει την με [[έκφραση]] γνώμης καλύτερη [[οργάνωση]] της επιτροπείας, την αγαθή [[επιμέλεια]] του προσώπου του ανηλίκου και τη χρηστή διαχείρηση της περιουσίας του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[προδιάθεση]] ασθένειας) [[συγγενής]], εκ γενετής, [[έμφυτος]], [[κληρονομικός]] («ἦν δέ τι καὶ συγγενικὸν φθινῶδες», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ συγγενικόν</i><br />η [[σχέση]] συγγένειας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «συγγενικαὶ ἱερωσύναι» — ιερατικά αξιώματα που κατέχονται από συγγενείς. | |mltxt=-ή, -ό / [[συγγενικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συγγενής]] / [[συγγένεια]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει σε συγγενή ή στη [[συγγένεια]] («συγγενικοί δεσμοί»)<br /><b>2.</b> [[παραπλήσιος]], [[παρόμοιος]], [[παρεμφερής]] («συγγενικοί κλάδοι»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που απαρτίζεται από συγγενείς («συγγενική [[επιχείρηση]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «συγγενικά δικαιώματα»<br /><b>(νομ.)</b> δικαιώματα ανάλογα με τα δικαιώματα της πνευματικής ιδιοκτησίας, τα οποία η έννομη [[τάξη]] αναγνωρίζει [[υπέρ]] τών ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνικών έργων<br />β) «συγγενικές γλώσσες» — γλώσσες που έχουν προέλθει από μια [[κοινή]] προγονική [[γλώσσα]]<br />γ) «συγγενική [[σειρά]]»<br />(κοινων. ανθρωπολ.) [[ομάδα]] κοινής μονογραμμικής καταγωγής, [[δηλαδή]] [[ομάδα]] ατόμων τα [[μέλη]] της οποίας ανάγουν την [[καταγωγή]] τους σε έναν κοινό γνωστό και [[επώνυμο]] πρόγονο και [[είναι]] σε [[θέση]] να περιγράψουν τους αμοιβαίους δεσμούς τους και να φθάσουν στον κοινό πρόγονο με μία συνεχή γενεαλογική [[γραμμή]], αλλ. γενεαλογική [[γραμμή]] ή [[ρίζα]]<br />δ) «συγγενικό [[συμβούλιο]]»<br />(αστ. δίκ.) ειδικό [[συμβούλιο]] προστασίας τών συμφερόντων του επιτροπευόμενου ανηλίκου το οποίο επιδιώκει την με [[έκφραση]] γνώμης καλύτερη [[οργάνωση]] της επιτροπείας, την αγαθή [[επιμέλεια]] του προσώπου του ανηλίκου και τη χρηστή διαχείρηση της περιουσίας του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[προδιάθεση]] ασθένειας) [[συγγενής]], εκ γενετής, [[έμφυτος]], [[κληρονομικός]] («ἦν δέ τι καὶ συγγενικὸν φθινῶδες», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ συγγενικόν</i><br />η [[σχέση]] συγγένειας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «συγγενικαὶ ἱερωσύναι» — ιερατικά αξιώματα που κατέχονται από συγγενείς. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A congenital or hereditary, of a predisposition to disease, Hp.Epid.3.1.σ, cf. Plu.Per.22; σ. τρίχες Arist.Pr.878b27 (cf. συγγενής 1); τὸ σ. τέλος our congenital end, Nausiph.2, Polystr.Herc.346p.86V., cf. Epicur.Ep.3p.63U. Adv. -κῶς Id.Ep.1p.24U. II of or for kinsmen, σ. φιλία between kinsfolk, opp. ἑταιρική, Arist.EN1161b12; σ. ἱερωσύναι D.H.2.21; σ. ἀρχιερατικοὶ στέφανοι OGI470.20 (Odemish, i A.D.); τὰ ἀρχῆθεν ὑπάρχοντα ταῖς πόλεσιν πρὸς ἀλλήλας σ. δίκαια IG12(9).4.7 (Carystus, ca. i B.C.); κατὰ τὸ σ. Sammelb.4638.6 (ii B.C.); συγγενικῆς θεᾶς Ἴσιδος Bull.Soc.Alex.5.273 (ii A.D.). Adv. -κῶς like kinsfolk, D.25.89, Polyaen.5.2.8. 2 metaph., kindred, of a common kind, ἔχειν τὴν μορφὴν σ. Arist.HA623b6; τὰ κοινὰ καὶ σ. things common and of our own nature, Alex.30.7; εἴδη πρὸς ἄλληλα σ. Arist.HA531b22. 3 of, belonging to the συγγενεῖς (111), Phan.Hist.11, Arch.Pap.1.220 (Ptolemaic).
German (Pape)
[Seite 961] ή, όν, den Vecwandten. gehörig. ste betreffend, φιλοστοργία, Pol 32, 11. 1; auch adv., συγγενικῶς καὶ φιλανθρώπ ως οἰκεῖτε τὴν πόλιν, Dem. 25, 89. Vgl. συγγένεια.
Greek (Liddell-Scott)
συγγενικός: -ή, -όν, σύμφυτος, συμπεφυκὼς ἢ κληρονομικός, ἐπὶ προδιαθέσεως εἰς νόσον, Ἱπποκρ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1074, πρβλ. Πλουτ. Περικλ. 22, Διογ. Λ. 10. 129· σ. τρίχες Ἀριστ. Προβλ. 4. 18, 1. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συγγενεῖς, Λατιν. gentilicius, σ. φιλία, ἡ μεταξὺ συγγενῶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἑταιρική, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 8. 14, 1· σ. ἱερωσύναι Διονύσ. Ἁλ. 2. 21· τὰ ... πρὸς ἀλλήλους σ. δίκαια Συλλ. Ἐπιγραφ. (προσθῆκαι) 215b - Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον συγγενικόν, ὡς συγγενεῖς, Δημ. 797. 2. 2) μεταφ., ὁμογενής, ὁμοειδής, ὅμοιος, ἔχειν τὴν μορφὴν σ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 9. 4, 1· τὰ κοινὰ καὶ σ., πράγματα κοινὰ καὶ ἀνήκοντα εἰς τὴν ἡμετέραν φύσιν, Ἄλεξις ἐν «Ἀχαΐδι» 1. 7· εἴδη πρὸς ἄλληλα σ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 1· - Ἐπίρρ., ἐπὶ ταύτης τῆς σημασ., Διογ. Λ. 10. 72. 3) ὁ ἀνήκων εἰς συγγενεῖς (ΙΙΙ), Ἀθήν. 48Ε.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 de parent, qui concerne des parents;
2 qui vient de naissance, naturel.
Étymologie: συγγενής.
Greek Monolingual
-ή, -ό / συγγενικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συγγενής / συγγένεια
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει σε συγγενή ή στη συγγένεια («συγγενικοί δεσμοί»)
2. παραπλήσιος, παρόμοιος, παρεμφερής («συγγενικοί κλάδοι»)
νεοελλ.
1. αυτός που απαρτίζεται από συγγενείς («συγγενική επιχείρηση»)
2. φρ. α) «συγγενικά δικαιώματα»
(νομ.) δικαιώματα ανάλογα με τα δικαιώματα της πνευματικής ιδιοκτησίας, τα οποία η έννομη τάξη αναγνωρίζει υπέρ τών ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνικών έργων
β) «συγγενικές γλώσσες» — γλώσσες που έχουν προέλθει από μια κοινή προγονική γλώσσα
γ) «συγγενική σειρά»
(κοινων. ανθρωπολ.) ομάδα κοινής μονογραμμικής καταγωγής, δηλαδή ομάδα ατόμων τα μέλη της οποίας ανάγουν την καταγωγή τους σε έναν κοινό γνωστό και επώνυμο πρόγονο και είναι σε θέση να περιγράψουν τους αμοιβαίους δεσμούς τους και να φθάσουν στον κοινό πρόγονο με μία συνεχή γενεαλογική γραμμή, αλλ. γενεαλογική γραμμή ή ρίζα
δ) «συγγενικό συμβούλιο»
(αστ. δίκ.) ειδικό συμβούλιο προστασίας τών συμφερόντων του επιτροπευόμενου ανηλίκου το οποίο επιδιώκει την με έκφραση γνώμης καλύτερη οργάνωση της επιτροπείας, την αγαθή επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου και τη χρηστή διαχείρηση της περιουσίας του
αρχ.
1. (για προδιάθεση ασθένειας) συγγενής, εκ γενετής, έμφυτος, κληρονομικός («ἦν δέ τι καὶ συγγενικὸν φθινῶδες», Ιπποκρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ συγγενικόν
η σχέση συγγένειας
3. φρ. «συγγενικαὶ ἱερωσύναι» — ιερατικά αξιώματα που κατέχονται από συγγενείς.
Greek Monolingual
-ή, -ό / συγγενικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συγγενής / συγγένεια
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει σε συγγενή ή στη συγγένεια («συγγενικοί δεσμοί»)
2. παραπλήσιος, παρόμοιος, παρεμφερής («συγγενικοί κλάδοι»)
νεοελλ.
1. αυτός που απαρτίζεται από συγγενείς («συγγενική επιχείρηση»)
2. φρ. α) «συγγενικά δικαιώματα»
(νομ.) δικαιώματα ανάλογα με τα δικαιώματα της πνευματικής ιδιοκτησίας, τα οποία η έννομη τάξη αναγνωρίζει υπέρ τών ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνικών έργων
β) «συγγενικές γλώσσες» — γλώσσες που έχουν προέλθει από μια κοινή προγονική γλώσσα
γ) «συγγενική σειρά»
(κοινων. ανθρωπολ.) ομάδα κοινής μονογραμμικής καταγωγής, δηλαδή ομάδα ατόμων τα μέλη της οποίας ανάγουν την καταγωγή τους σε έναν κοινό γνωστό και επώνυμο πρόγονο και είναι σε θέση να περιγράψουν τους αμοιβαίους δεσμούς τους και να φθάσουν στον κοινό πρόγονο με μία συνεχή γενεαλογική γραμμή, αλλ. γενεαλογική γραμμή ή ρίζα
δ) «συγγενικό συμβούλιο»
(αστ. δίκ.) ειδικό συμβούλιο προστασίας τών συμφερόντων του επιτροπευόμενου ανηλίκου το οποίο επιδιώκει την με έκφραση γνώμης καλύτερη οργάνωση της επιτροπείας, την αγαθή επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου και τη χρηστή διαχείρηση της περιουσίας του
αρχ.
1. (για προδιάθεση ασθένειας) συγγενής, εκ γενετής, έμφυτος, κληρονομικός («ἦν δέ τι καὶ συγγενικὸν φθινῶδες», Ιπποκρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ συγγενικόν
η σχέση συγγένειας
3. φρ. «συγγενικαὶ ἱερωσύναι» — ιερατικά αξιώματα που κατέχονται από συγγενείς.