Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συναφίστημι: Difference between revisions

From LSJ

Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.

Pervigilium Veneris
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> συναπέστησα, <i>ao.2</i> συναπέστην;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> détourner ensemble ; faire déserter ensemble;<br /><b>2</b> <i>intr. (à l’ao.2, aux pf. et pqp., et au Moy.)</i> se détourner <i>ou</i> s’éloigner ensemble <i>ou</i> avec, τινι ; τὰ ξυναφεστῶτα χωρία THC les territoires qui avaient fait défection.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀφίστημι]].
|btext=<i>ao.</i> συναπέστησα, <i>ao.2</i> συναπέστην;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> détourner ensemble ; faire déserter ensemble;<br /><b>2</b> <i>intr. (à l’ao.2, aux pf. et pqp., et au Moy.)</i> se détourner <i>ou</i> s’éloigner ensemble <i>ou</i> avec, τινι ; τὰ ξυναφεστῶτα χωρία THC les territoires qui avaient fait défection.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀφίστημι]].
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ, και συναφιστάνω Μ, και ιων. τ. συναπίστημι και παθ. τ. [[συναπίσταμαι]] και αττ. τ. ξυναφίστημι Α<br /><b>παθ.</b> <i>συναφίσταμαι</i><br />[[επαναστατώ]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με άλλον<br /><b>μσν.</b><br />[[αποχωρώ]], αποσύρομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[αίτιος]] της αποστασίας κάποιου<br /><b>2.</b> [[κινώ]] σε [[επανάσταση]], [[ξεσηκώνω]]<br /><b>3.</b> [[απομακρύνω]] ή [[αποσπώ]] [[κάτι]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> [[παύω]] να [[υπάρχω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀφίστημι]] / <i>ἀφίσταμαι</i> «[[απέχω]], [[επαναστατώ]], [[απομακρύνω]]»].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ, και συναφιστάνω Μ, και ιων. τ. συναπίστημι και παθ. τ. [[συναπίσταμαι]] και αττ. τ. ξυναφίστημι Α<br /><b>παθ.</b> <i>συναφίσταμαι</i><br />[[επαναστατώ]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με άλλον<br /><b>μσν.</b><br />[[αποχωρώ]], αποσύρομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[αίτιος]] της αποστασίας κάποιου<br /><b>2.</b> [[κινώ]] σε [[επανάσταση]], [[ξεσηκώνω]]<br /><b>3.</b> [[απομακρύνω]] ή [[αποσπώ]] [[κάτι]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> [[παύω]] να [[υπάρχω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀφίστημι]] / <i>ἀφίσταμαι</i> «[[απέχω]], [[επαναστατώ]], [[απομακρύνω]]»].
|mltxt=ΜΑ, και συναφιστάνω Μ, και ιων. τ. συναπίστημι και παθ. τ. [[συναπίσταμαι]] και αττ. τ. ξυναφίστημι Α<br /><b>παθ.</b> <i>συναφίσταμαι</i><br />[[επαναστατώ]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με άλλον<br /><b>μσν.</b><br />[[αποχωρώ]], αποσύρομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[αίτιος]] της αποστασίας κάποιου<br /><b>2.</b> [[κινώ]] σε [[επανάσταση]], [[ξεσηκώνω]]<br /><b>3.</b> [[απομακρύνω]] ή [[αποσπώ]] [[κάτι]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> [[παύω]] να [[υπάρχω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀφίστημι]] / <i>ἀφίσταμαι</i> «[[απέχω]], [[επαναστατώ]], [[απομακρύνω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναφίστημι Medium diacritics: συναφίστημι Low diacritics: συναφίστημι Capitals: ΣΥΝΑΦΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: synaphístēmi Transliteration B: synaphistēmi Transliteration C: synafistimi Beta Code: sunafi/sthmi

English (LSJ)

Ion. συναπ-,

   A draw into revolt together, Th.1.56; cause to desert, J.BJ 1.24.2:—Pass., Ion. συναπίσταμαι, with aor. 2 and pf. Act., fall off or revolt along with, τινι Hdt.5.37,104; ὁ δῆμος οὐ ξυναφίσταται τοῖς ὀλίγοις Th.3.47; οἱ ξυναποστάντες Id.1.104; τὰ ξυναφεστῶτα Χωρία ib.59, cf. Jul.Or.1.26c.    2 retire together with, Dam.Pr. 305.

German (Pape)

[Seite 1005] (s. ἵστημι), mit od. zugleich abstellen, abtrünnig machen, δείσαντες, μὴ ἀπ οστῶσιν τούς τε ἄλλους ξυναποστήσωσι ξυμμάχους Thuc. 1, 56; – med. nebst intrans. tempp. sich mit entfernen, mit abfallen; Her. 5, 37. 104; ὁ δῆμος οὐ ξυναφίσταται τοῖς όλίγοις Thuc. 3, 47, u. öfter. συναφομοιόω, mit od. zugleich ähnlich machen, συναφομοιοῦται χροιᾷ Plut. discr. ad. et am. 12.

Greek (Liddell-Scott)

συναφίστημι: Ἰων. συναπ-· ἀόρ. αϳ συναπέστησα, συναπομακρύνω, συναποσπῶ, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 24, 2· συναφιστάνειν τὸ σῶμα τῆς γῆς Κλήμ. Ἀλ. 854. ΙΙ. κινῶ ὁμοῦ εἰς ἀποστασίαν, Θουκ. 1. 59. ― Παθητ., Ἰων. συναπίσταμαι, μετ’ ἀορ. βϳ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἐπαναστατῶ, ἐξεγείρομαι εἰς ἀποστασίαν ὁμοῦ μετά τινος, τινι Ἡρόδ. 5. 37, 104, Θουκ. 1. 56, κ. ἀλλ.· ὁ δῆμος ξυναφίσταται τοῖς ὀλίγοις ὁ αὐτ. 3. 39· οἱ ξυναποστάντες ὁ αὐτ. 1. 104· τὰ ξυναφεστῶτα χωρία αὐτόθι 59. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 28.

French (Bailly abrégé)

ao. συναπέστησα, ao.2 συναπέστην;
1 tr. détourner ensemble ; faire déserter ensemble;
2 intr. (à l’ao.2, aux pf. et pqp., et au Moy.) se détourner ou s’éloigner ensemble ou avec, τινι ; τὰ ξυναφεστῶτα χωρία THC les territoires qui avaient fait défection.
Étymologie: σύν, ἀφίστημι.

Greek Monolingual

ΜΑ, και συναφιστάνω Μ, και ιων. τ. συναπίστημι και παθ. τ. συναπίσταμαι και αττ. τ. ξυναφίστημι Α
παθ. συναφίσταμαι
επαναστατώ μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον
μσν.
αποχωρώ, αποσύρομαι
αρχ.
1. γίνομαι αίτιος της αποστασίας κάποιου
2. κινώ σε επανάσταση, ξεσηκώνω
3. απομακρύνω ή αποσπώ κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο
4. παθ. παύω να υπάρχω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀφίστημι / ἀφίσταμαι «απέχω, επαναστατώ, απομακρύνω»].

Greek Monolingual

ΜΑ, και συναφιστάνω Μ, και ιων. τ. συναπίστημι και παθ. τ. συναπίσταμαι και αττ. τ. ξυναφίστημι Α
παθ. συναφίσταμαι
επαναστατώ μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον
μσν.
αποχωρώ, αποσύρομαι
αρχ.
1. γίνομαι αίτιος της αποστασίας κάποιου
2. κινώ σε επανάσταση, ξεσηκώνω
3. απομακρύνω ή αποσπώ κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο
4. παθ. παύω να υπάρχω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀφίστημι / ἀφίσταμαι «απέχω, επαναστατώ, απομακρύνω»].