Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τέρην: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446
(SL_2)
(41)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[τέρην]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[gentle]] [[οὔπω]] γένυσι [[φαίνων]] τερείνας ματέρ' οἰνάνθας ὀπώραν (Dreykorn: τέρειναν codd.) (N. 5.6)
|sltr=[[τέρην]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[gentle]] [[οὔπω]] γένυσι [[φαίνων]] τερείνας ματέρ' οἰνάνθας ὀπώραν (Dreykorn: τέρειναν codd.) (N. 5.6)
}}
{{grml
|mltxt=-ε(ι)να, -εν, και δωρ. και αιολ. τ. γεν. του θηλ. Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που έγινε [[λείος]] με την [[τριβή]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[μαλακός]]<br /><b>3.</b> (για ήχο) [[απαλός]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[τρυφερός]] («τέρεν [[ἄνθος]] ἥβης», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τόσο το επίθ. <i>τέρ</i>-<i>ην</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἄρσην]], [[ἔρσην]]) όσο και το ουσ. <i>τέρ</i>-<i>υ</i>-<i>ς</i> «[[ασθενής]] [[λεπτός]]» (<b>βλ. λ.</b> [[τρύω]]), ανάγονται στη [[ρίζα]] <i>ter</i>- «[[τρυπώ]], [[διαπερνώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[τείρω]], [[τετραίνω]], [[τέρετρο]]) και παρουσιάζουν [[εναλλαγή]] στα επιθήματα -<i>υ</i>-<i>ς</i>, -<i>εν</i>- (<b>πρβλ.</b> [[τέρην]], <i>τέρε</i>[[ι]]<i>να</i>) και -<i>εσ</i>- (σιγμόληκτη [[μορφή]] που μαρτυρείται στα σύνθ. σε -<i>τερής</i>, <b>πρβλ.</b> <i>κυκλο</i>-<i>τερής</i>). Η [[σύνδεση]] τών τ. με το λατ. <i>tener</i> «[[λεπτός]]» δεν θεωρείται πιθανή].
}}
}}

Revision as of 12:44, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τέρην Medium diacritics: τέρην Low diacritics: τέρην Capitals: ΤΕΡΗΝ
Transliteration A: térēn Transliteration B: terēn Transliteration C: terin Beta Code: te/rhn

English (LSJ)

εινᾰ, εν, gen. τέρενος, είνης, ενος; poet. fem. gen. τερένης, Dor. and Aeol. -ας, Alc.61, AP9.430 (Crin.):—poet. Adj.

   A soft, delicate, in Hom. mostly in neut., τέρεν δάκρυ Il.3.142, al.; τέρενα φύλλα 13.180, Od.12.357; τέρεν' ἄνθεα ποίης 9.449, cf. Sapph. 54; τέρεν αἷμα Emp.100.6; τ. δέμας ib.11: metaph., τέρεν ἄνθος ἥβης Hes.Th.988: masc. only in the phrase τέρενα χρόα, Il.4.237, al., Hes.Op.522, Th.5: fem., γλήχωνι τερείνῃ h.Cer.209; παρθένος τέρεινα Hippon.90; παιδὶ τερείνῃ Thgn.261; τέρειναν ματέρ' οἰνάνθας ὀπώραν Pi.N.5.6; poet. gen. τερένας ὀπώρας Alc. l.c.; τέρειν' ὀπώρα A.Supp.998; μυρσίναις τερείναις Anacreont.30.1; τέρεινα δάφνα Ibyc. 6; ὄψιν τέρειναν a tender sight, i.e. one that causes tender feelings, E.Med.905: of sound, τέρεν φθέγγεται (sc. παῖς) Thgn.266; τερένων ὑπ' αὐλῶν Anacr.20: Comp. τερενώτερος Lyr.Adesp.76; τερέντερος Antim.97; τερεινότερος AP5.120 (Phld.). (Cf. τέρυ, Sabine tereno- 'soft', Lat. tenero- (prob. influenced by tenuis), Skt. táruṇas 'young, tender'.)

German (Pape)

[Seite 1093] gen. ενος, tem. τέρεινα, neutr. τέρεν (τείρω;, eigtl. abgerieben, dah. zart, weich, saust; τέρεν δάκρυ, Il. 3, 142. l 9, 323 u. öfter; τέρενα φύλλα, 13, 180 Od. 12, 357; τέρεν' ἄνθεα ποίης, 9, 449, τέρενα χρόα, Il. 4, 237 u. öfter, wie Hes O. 524 Th. 5; γλήχωνι τερείνῃ, H. h. Cer. 209; τέρειναν ματέρ' οἰνάνθας ὀπώραν, Pind. N. 5, 6; τέρεινα δάφνα, lbyc. 7; τέρειν' ὀπώρα, Aesch. Suppl. 976; ὄψιν τέρειναν, Eur. Med. 905; sp. D. in der Anth., wo auch der compar. τερεινότερος vorkommt.

Greek (Liddell-Scott)

τέρην: εινᾰ, εν., γεν. τέρενος, είνης, ενος· ποιητ. θηλ. γεν. τερένης, Δωρ. -ας, ἀπαντᾷ ἐν Ἀνθ. Π. 9. 430, Ἀλκαῖ. 60· (τείρω). Ποιητικὸν ἐπίθετ., σημαῖνον κυρίως, ὁ ἐκ τῆς τριβῆς λεανθείς, ὅθεν, λεῖος, μαλακός, λεπτός, τρυφερός, Λατ. tener, παρ’ Ὁμήρ. τὸ πλεῖστον ἐν τῷ οὐδ., τέρεν δάκρυ Ἰλ. Γ. 142, κλπ.· τέρενα φύλλα Ν. 180, Ὀδ. Μ. 357· τέρεν’ ἄνθεα ποίης Ι. 449· τέρεν αἷμα Ἐμπεδ. 348· τ. δέμας ὁ αὐτ. 353, 364· μεταφορ., τέρεν ἄνθος ἥβης Ἡσ. Θεογ. 988 - ἀρσεν. μόνον ἐν τῇ φράσει, τέρενα χρόα Ἰλ. Δ. 237, κ. ἀλλ., ὡς παρ’ Ἡσ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 520, ἐν Θεογ. 5· - θηλ., γλήχωνι τερείνῃ Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 209· παρθένος τέρεινα Ἱππῶν. 82 (64)· παιδὶ τερείνῃ Θέογν. 261· τέρειναν ματέρ’ οἰνάνθας ὀπώραν Πινδ. Ν. 5. 10, ποιητ. γενικ., τερένας ὀπώρας Ἀλκαῖ. 60· τέρειν’ ὀπώρα Αἰσχύλ. Ἱκ. 998· μυρσίναις τερείναις Ἀνακρεόντ. 33. 1· τέρεινα δάφνη Ἴβυκ. 5 (7)· ὄψιν τέρειναν τήνδ’ ἔπλησα δακρύων Εὐρ. Μήδ. 905· - ἐπὶ ἤχου, τέρεν φθέγγεται (ἐξυπακ. ὁ αὐλὸς) Θέογν. 266· τερένων ὑπ’ αὐλῶν Ἀνακρ. 19· - Συγκρ. τερενώτερος Σαπφὼ 54. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰς Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Θ΄, σ. 116.

French (Bailly abrégé)

τέρεινα, τέρεν;
1 litt. qui s’use vite par le frottement ; tendre, frêle, délicat;
2 p. ext. doux, délicieux.
Étymologie: τείρω.

English (Autenrieth)

εινα, εν (cf. τείρω): tender, soft, delicate.

English (Slater)

τέρην
   1 gentle οὔπω γένυσι φαίνων τερείνας ματέρ' οἰνάνθας ὀπώραν (Dreykorn: τέρειναν codd.) (N. 5.6)

Greek Monolingual

-ε(ι)να, -εν, και δωρ. και αιολ. τ. γεν. του θηλ. Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που έγινε λείος με την τριβή
2. (κατ' επέκτ.) μαλακός
3. (για ήχο) απαλός
4. μτφ. τρυφερός («τέρεν ἄνθος ἥβης», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το επίθ. τέρ-ην (πρβλ. ἄρσην, ἔρσην) όσο και το ουσ. τέρ-υ-ς «ασθενής λεπτός» (βλ. λ. τρύω), ανάγονται στη ρίζα ter- «τρυπώ, διαπερνώ» (πρβλ. τείρω, τετραίνω, τέρετρο) και παρουσιάζουν εναλλαγή στα επιθήματα -υ-ς, -εν- (πρβλ. τέρην, τέρεινα) και -εσ- (σιγμόληκτη μορφή που μαρτυρείται στα σύνθ. σε -τερής, πρβλ. κυκλο-τερής). Η σύνδεση τών τ. με το λατ. tener «λεπτός» δεν θεωρείται πιθανή].