τιμοῦς: Difference between revisions

From LSJ

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
(6_20)
(41)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τῑμοῦς''': οῦσα, οῦν, ὁ ἔχων μεγάλην τιμήν, ἀκριβός, συγκρ. τιμούστερος, προδήλου δὲ ὄντος ἔσεσθαι τιμουστέρου (δηλ. τοῦ σίτου) Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Α.
|lstext='''τῑμοῦς''': οῦσα, οῦν, ὁ ἔχων μεγάλην τιμήν, ἀκριβός, συγκρ. τιμούστερος, προδήλου δὲ ὄντος ἔσεσθαι τιμουστέρου (δηλ. τοῦ σίτου) Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Α.
}}
{{grml
|mltxt=-οῡσα και -οῡσσα, -οῡν και άχρ. [[ασυναίρετος]] τ. [[τιμόεις]], -εσσα, -εν, Α<br />αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[τιμή]], [[ακριβός]] («προδήλου δὲ ὄντος ἔσεσθαι τιμουστέρου [τοῡ σίτου]», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τῖμος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i> / -<i>οῦς</i> (<b>βλ. λ.</b> -<i>όεις</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:45, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῑμοῦς Medium diacritics: τιμοῦς Low diacritics: τιμούς Capitals: ΤΙΜΟΥΣ
Transliteration A: timoûs Transliteration B: timous Transliteration C: timoys Beta Code: timou=s

English (LSJ)

οῦσσα, οῦν,

   A high-priced, Comp. τιμούστερος IPE12.32A61 (Olbia, iii B.C.): acc. pl. τιμοῦντας glossed τιμίους ὄντας in Hsch., as if a participle.

Greek (Liddell-Scott)

τῑμοῦς: οῦσα, οῦν, ὁ ἔχων μεγάλην τιμήν, ἀκριβός, συγκρ. τιμούστερος, προδήλου δὲ ὄντος ἔσεσθαι τιμουστέρου (δηλ. τοῦ σίτου) Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Α.

Greek Monolingual

-οῡσα και -οῡσσα, -οῡν και άχρ. ασυναίρετος τ. τιμόεις, -εσσα, -εν, Α
αυτός που έχει μεγάλη τιμή, ακριβός («προδήλου δὲ ὄντος ἔσεσθαι τιμουστέρου [τοῡ σίτου]», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τῖμος + κατάλ. -όεις / -οῦς (βλ. λ. -όεις)].