ὑλοτόμος: Difference between revisions

From LSJ

τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → but what is this to me, about an oak or a rock | but what are these things about a tree or a rock to me | why all this about trees and rocks | why all this about what we have nothing to do with | but why am I off on this tangent

Source
(42)
(42)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για [[ξύλο]]) αυτός που κόπηκε στο [[δάσος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑλότομον</i><br />[[είδος]] φυτού που κόβεται στο [[δάσος]], ή, κατ' άλλους, [[σκουλήκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>καλαμό</i>-<i>τομος</i>. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για [[ξύλο]]) αυτός που κόπηκε στο [[δάσος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑλότομον</i><br />[[είδος]] φυτού που κόβεται στο [[δάσος]], ή, κατ' άλλους, [[σκουλήκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>καλαμό</i>-<i>τομος</i>. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].
}}
{{grml
|mltxt=-ο / [[ὑλοτόμος]], -ον, ΝΑ, και λοτόμος Ν, και [[ὑλητόμος]], και δωρ. τ. [[ὑλατόμος]], Α<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[υλοτόμος]]·(για προσ.) αυτός που κόβει τα δέντρα του δάσους, [[ξυλοκόπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναλαμβάνει την [[εκμετάλλευση]] ενός δάσους<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>εντομολ.</b> [[γένος]] μελανών υμενόπτερων εντόμων με κίτρινη [[κοιλιά]], τών οποίων η [[προνύμφη]] κατατρώγει τα φύλλα τών [[φυτών]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>για πράγμ.</b>) αυτός που χρησιμοποιείται για την [[κοπή]] τών δένδρων του δάσους («οἱ δ' [[ἴσαν]], ὑλοτόμους πελέκεας ἐν χερσίν ἔχοντες», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ύλη</i> <span style="color: red;">+</span> -[[τόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>πρβλ.</b> [[λιθο]]-[[τόμος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.)].
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑλοτόμος Medium diacritics: ὑλοτόμος Low diacritics: υλοτόμος Capitals: ΥΛΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: hylotómos Transliteration B: hylotomos Transliteration C: ylotomos Beta Code: u(lo/tomos

English (LSJ)

(parox.), ον, (τέμνω)

   A cutting or felling wood, πελέκεις Il.23.114; τέκτων LXXWi.13.11.    II Subst. ὑλοτόμος, ὁ, woodcutter, woodman, Il.23.123, Hes.Op.807, S.El.98 (anap.), IG12.1084.5, Thphr.HP3.9.3, Gal.17(2).229, etc.    III τὸ ὑλότομον either a plant cut in the wood (cf. τέμνω 111), used as a charm; or = worm (cf. φερέοικος), supposed to be the cause of pain in teething (οὐλοτόμοιο may be the right reading), h.Cer.229.

German (Pape)

[Seite 1177] Holz schlagend, fällend; ὁ ὑλ., der Holzschläger, Holzhauer, Il. 23, 114. 123; Hes. O. 809; ὥςτε δρῦν ὑλοτόμοι σχίζουσι κάρα φονίῳ πελέκει Soph. El. 98; Antiphil. 27 (IX, 306). – Mit verändertem Accent, ὑλότομος, im Walde abgeschnitten, gehauen, τὸ ὑλότομον, ein im Walde geschnittenes Zauber- oder Heilmittel, H. h. Cer. 229.

Greek (Liddell-Scott)

ὑλοτόμος: -ον, (√ΤΕΜ, τέμνω), ὁ τέμνων ξύλα, πέλεκυς Ἰλ. Ψ. 114· τέκτων Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΓ΄, 11)· - ὡς οὐσιαστ. ὑλοτόμος, ὁ, ξυλοτόμος, ξυλοκόπος, Ἰλ. Ψ. 123, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 805, Σοφ. Ἠλ. 98, Θεόφρ., κλπ. ΙΙ. προπαροξ. ὑλοτόμος, ον, Παθ., ὁ ἐν τῷ δάσει τμηθείς· τὸ ὑλότομον, φυτὸν τμηθὲν ἐν τῷ δρυμῷ ἐν χρήσει δὲ ὡς θελκτήριον, φέρτερον ὑλοτόμοιο Ὑμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 229, πρβλ. τέμνω ΙΙΙ. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui coupe le bois ; ὁ ὑλοτόμος bûcheron.
Étymologie: ὕλη, τέμνω.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για ξύλο) αυτός που κόπηκε στο δάσος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑλότομον
είδος φυτού που κόβεται στο δάσος, ή, κατ' άλλους, σκουλήκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. καλαμό-τομος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].

Greek Monolingual

-ο / ὑλοτόμος, -ον, ΝΑ, και λοτόμος Ν, και ὑλητόμος, και δωρ. τ. ὑλατόμος, Α
το αρσ. ως ουσ. ο υλοτόμος·(για προσ.) αυτός που κόβει τα δέντρα του δάσους, ξυλοκόπος
νεοελλ.
1. αυτός που αναλαμβάνει την εκμετάλλευση ενός δάσους
2. το αρσ. ως ουσ. εντομολ. γένος μελανών υμενόπτερων εντόμων με κίτρινη κοιλιά, τών οποίων η προνύμφη κατατρώγει τα φύλλα τών φυτών
αρχ.
(για πράγμ.) αυτός που χρησιμοποιείται για την κοπή τών δένδρων του δάσους («οἱ δ' ἴσαν, ὑλοτόμους πελέκεας ἐν χερσίν ἔχοντες», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύλη + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λιθο-τόμος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.)].