ταναός: Difference between revisions
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
(Autenrieth) |
(40) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[long]], Il. 16.589†. | |auten=[[long]], Il. 16.589†. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και ταναδός, -ή, -όν, θηλ. και [[ταναός]], Α<br /><b>1.</b> [[επιμήκης]], [[μακρύς]] («[[πλόκαμος]]... [[ταναός]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ευρύς]] («ταναὸν αἰθέρα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που ηχεί [[δυνατά]] («ταναῇ ὀπί», Κόϊντ.)<br /><b>4.</b> [[μακροχρόνιος]] («ταναοῡ γήραος», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[πλατύς]] («ταναὰ χείλεα», Κόϊντ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Το επίθ. ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>ταν</i>- του [[τείνω]], [[αλλά]] το [[επίθημα]] -<i>αFος</i> γεννά προβλήματα. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], το επίθ. σχηματίστηκε από θ. <i>τανα</i>- του θηλ. <i>τανεῖα</i>, μέσω αμάρτυρου τ. <i>ταναῖα</i> (με [[αφομοίωση]] του -<i>ει</i>- σε -<i>αι</i>-, <b>πρβλ.</b> [[Πλάταια]]: <i>Πλατεία</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>Fος</i> (<b>πρβλ.</b> [[ταλαός]]). Στη Μυκηναϊκή, [[τέλος]], μαρτυρείται το ανθρωπωνύμιο <i>tanawo</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν, also ός, όν Il.16.589, E.Ba.831: (τείνω: prop. ταναϝός, cf. sq.):—
A outstretched, tall, taper, αἰγανέη Il. l.c.; ἀστάχυες h.Cer.454; πῦρ... ὅσον -ώτερον ἦεν Emp.84.11, cf. ib.5; πλόκαμος τ. long flowing locks, E.Ba.455, cf. 831; τ. αἰθήρ outspread ether, Id.Or.322 (lyr.), Men.Sam.111; ἀήρ Q.S.1.681; τ. γῆρας long old age, AP5.281 (Agath.), cf. 11.389 (Lucill.); ὄρνις Opp.C.1.51; ταναῇ ὀπί with loud voice, Q.S.12.58; τ. χείλεα, of a gadfly, Id.11.209.
German (Pape)
[Seite 1066] (τείνω, τανύω), gestreckt, ausgedehnt, lang; αἰγανέη, Il. 16, 589, wo es zweier Endgn ist; ἀστάχυες, schlank, hoch, H. h. Cer. 454; αἰθήρ, Eur. Or. 322; πλόκαμος, Bacch. 455; vom Feuer, Empedocl. 278. 283; sp. D.: δρῦς, Antiphil. 12 (IX, 71); γῆρας, Agath. 20 (V, 282); κλῖμαξ, 50 (IX, 853); ταναῇ ὀπὶ κεκλήγοντες, Qu. Sm. 12, 58.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰναός: -ή, -όν, καὶ ός, όν, Ἰλ. Π. 589, Εὐρ. Βάκχ. 831· (√ ΤΑΝ, τείνω· κυρίως ταναϝός, ἴδε ταναύπους)· ― εἰς μῆκος τεταμένος, μακρός, ὑψηλός, ὑψιτενής, αἰγανέη, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀστάχυες Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 454· πῦρ..., ὅσον ταναώτερον ἦεν Ἐμπεδ. 229, πρβλ. 224· πλόκαμος ταν. Εὐρ. Βάκχ. 455, πρβλ. 831· ταν. αἰθήρ, ἐκτεταμένος, ἀναπεπταμένος, εὐρύς, μέγας, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 322· ταν γῆρας, μακρὸν γῆρας, μακροχρόνιον, Ἀνθ. Π. 5. 282, πρβλ. 11. 389· ὄρνις Ὀππ. Κυν. 1. 51· ταναῇ ὀπί, μεγάλῃ φωνῇ, Κόϊντ. Σμ. 12. 58.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
allongé, long.
Étymologie: p. *ταναϜός, cf. lat. tenuis, de la R. Ταν, étendre ; v. τείνω.
English (Autenrieth)
long, Il. 16.589†.
Greek Monolingual
και ταναδός, -ή, -όν, θηλ. και ταναός, Α
1. επιμήκης, μακρύς («πλόκαμος... ταναός», Ευρ.)
2. ευρύς («ταναὸν αἰθέρα», Ευρ.)
3. αυτός που ηχεί δυνατά («ταναῇ ὀπί», Κόϊντ.)
4. μακροχρόνιος («ταναοῡ γήραος», Ανθ. Παλ.)
5. πλατύς («ταναὰ χείλεα», Κόϊντ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Το επίθ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα ταν- του τείνω, αλλά το επίθημα -αFος γεννά προβλήματα. Κατά την επικρατέστερη άποψη, το επίθ. σχηματίστηκε από θ. τανα- του θηλ. τανεῖα, μέσω αμάρτυρου τ. ταναῖα (με αφομοίωση του -ει- σε -αι-, πρβλ. Πλάταια: Πλατεία) + επίθημα -Fος (πρβλ. ταλαός). Στη Μυκηναϊκή, τέλος, μαρτυρείται το ανθρωπωνύμιο tanawo].