αράσσω: Difference between revisions

From LSJ

τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)

Source
(6)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀράσσω]])<br />[[ορμώ]] με [[δύναμη]] [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> προσορμίζομαι, [[αράζω]]<br /><b>2.</b> [[προσορμίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επιδιώκω]]<br /><b>2.</b> [[καταφεύγω]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. [[χτυπώ]] [[δυνατά]], [[κρούω]]<br /><b>2.</b> [[συγκρούω]], [[συντρίβω]]<br /><b>3.</b> (με δοτ.) επιτίθεμαι [[εναντίον]] κάποιου, τον [[προσβάλλω]]<br />II. (-ομαι)<br /><b>1.</b> (για πόρτα) [[ανοίγω]] με τριγμό<br /><b>2.</b> ρίχνομαι [[κάτω]], [[πέφτω]]<br /><b>3.</b> (για πράγματα) [[κτυπώ]] το ένα με το [[άλλο]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἀράσσω]] [[στέρνα]]» — [[στηθοχτυπιέμαι]], [[θρηνώ]]<br />β) «[[ἀράσσω]] ὄψεις» — τυφλώνομαι<br />γ) «[[ἀράσσω]] πέτροις» — [[λιθοβολώ]]<br />δ) «[[ἕλκος]] ἀραχθὲν ἐξ» — [[τραύμα]] που προξενήθηκε από.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για ονοματοποιημένη λ. αβέβαιης ετυμολογίας (<b>[[πρβλ]].</b> [[άραβος]], [[άραδος]]). Η [[υπόθεση]] ότι το ρ. [[αράσσω]] [[είναι]] συγγενές με το <i>ῥᾱττω</i> / [[ῥήσσω]] «[[χτυπώ]], [[κρούω]]» δεν φαίνεται [[ασφαλής]]. Από το ρ. [[αράσσω]] έχει προέλθει και το νεοελλ. [[αράζω]] (Ι)].
|mltxt=(AM [[ἀράσσω]])<br />[[ορμώ]] με [[δύναμη]] [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> προσορμίζομαι, [[αράζω]]<br /><b>2.</b> [[προσορμίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επιδιώκω]]<br /><b>2.</b> [[καταφεύγω]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. [[χτυπώ]] [[δυνατά]], [[κρούω]]<br /><b>2.</b> [[συγκρούω]], [[συντρίβω]]<br /><b>3.</b> (με δοτ.) επιτίθεμαι [[εναντίον]] κάποιου, τον [[προσβάλλω]]<br />II. (-ομαι)<br /><b>1.</b> (για πόρτα) [[ανοίγω]] με τριγμό<br /><b>2.</b> ρίχνομαι [[κάτω]], [[πέφτω]]<br /><b>3.</b> (για πράγματα) [[κτυπώ]] το ένα με το [[άλλο]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἀράσσω]] [[στέρνα]]» — [[στηθοχτυπιέμαι]], [[θρηνώ]]<br />β) «[[ἀράσσω]] ὄψεις» — τυφλώνομαι<br />γ) «[[ἀράσσω]] πέτροις» — [[λιθοβολώ]]<br />δ) «[[ἕλκος]] ἀραχθὲν ἐξ» — [[τραύμα]] που προξενήθηκε από.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για ονοματοποιημένη λ. αβέβαιης ετυμολογίας (πρβλ. [[άραβος]], [[άραδος]]). Η [[υπόθεση]] ότι το ρ. [[αράσσω]] [[είναι]] συγγενές με το <i>ῥᾱττω</i> / [[ῥήσσω]] «[[χτυπώ]], [[κρούω]]» δεν φαίνεται [[ασφαλής]]. Από το ρ. [[αράσσω]] έχει προέλθει και το νεοελλ. [[αράζω]] (Ι)].
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 23 December 2018

Greek Monolingual

(AM ἀράσσω)
ορμώ με δύναμη εναντίον κάποιου
μσν.- νεοελλ.
1. προσορμίζομαι, αράζω
2. προσορμίζω
νεοελλ.
1. επιδιώκω
2. καταφεύγω
αρχ.
Ι. 1. χτυπώ δυνατά, κρούω
2. συγκρούω, συντρίβω
3. (με δοτ.) επιτίθεμαι εναντίον κάποιου, τον προσβάλλω
II. (-ομαι)
1. (για πόρτα) ανοίγω με τριγμό
2. ρίχνομαι κάτω, πέφτω
3. (για πράγματα) κτυπώ το ένα με το άλλο
4. φρ. α) «ἀράσσω στέρνα» — στηθοχτυπιέμαι, θρηνώ
β) «ἀράσσω ὄψεις» — τυφλώνομαι
γ) «ἀράσσω πέτροις» — λιθοβολώ
δ) «ἕλκος ἀραχθὲν ἐξ» — τραύμα που προξενήθηκε από.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για ονοματοποιημένη λ. αβέβαιης ετυμολογίας (πρβλ. άραβος, άραδος). Η υπόθεση ότι το ρ. αράσσω είναι συγγενές με το ῥᾱττω / ῥήσσω «χτυπώ, κρούω» δεν φαίνεται ασφαλής. Από το ρ. αράσσω έχει προέλθει και το νεοελλ. αράζω (Ι)].