αἶψα: Difference between revisions
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
(2) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[αἶψα]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> [[αμέσως]], [[γρήγορα]], [[ευθύς]]<br /><b>2.</b> [[ξαφνικά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. μπορεί να παράγεται από τ. <i>αἰπ</i>-<i>σ</i>-<i>ӑ</i>, που σημασιολογικά (γρήγορος, [[απότομος]], [[ξαφνικός]]) και μορφολογικά συνδέεται πιθ. με τη [[ρίζα]] τών λ. [[αἶπος]], <i>αἰπὺς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και το επίρρ. [[αἴφνης]]). Οπωσδήποτε, η [[παρουσία]] του -<i>σ</i>- [[είναι]] δυσερμήνευτη.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αἰψηρός]]. | |mltxt=[[αἶψα]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> [[αμέσως]], [[γρήγορα]], [[ευθύς]]<br /><b>2.</b> [[ξαφνικά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. μπορεί να παράγεται από τ. <i>αἰπ</i>-<i>σ</i>-<i>ӑ</i>, που σημασιολογικά (γρήγορος, [[απότομος]], [[ξαφνικός]]) και μορφολογικά συνδέεται πιθ. με τη [[ρίζα]] τών λ. [[αἶπος]], <i>αἰπὺς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και το επίρρ. [[αἴφνης]]). Οπωσδήποτε, η [[παρουσία]] του -<i>σ</i>- [[είναι]] δυσερμήνευτη.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αἰψηρός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''αἶψα:''' επίρρ., [[γρήγορα]], με [[ταχύτητα]], αστραπιαία, [[ξαφνικά]], σε Όμηρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:04, 30 December 2018
English (LSJ)
(Boeot. ἦψα prob. in corinn.BKT5(2).36), Adv.
A quick, forthwith, on a sudden, freq. in Hom. (also αἶψα μάλα, αἶψα δ' ἔπειτα, Il.4.70, Od.15.193), cf. Sapph.1.13, Thgn.663, Sol.2, Pi.P.4.133, Emp.35.14, A.Supp.481.—Poet., exc. in Mon.Ant.18.322 (Gortyn).
Greek (Liddell-Scott)
αἶψα: ἐπίρρ., ταχέως, μετὰ ταχύτητος, αἴφνης, εὐθύς, συχνὸν παρ’ Ὁμήρῳ (ὅστις συνδέει αὐτό· αἶψα μάλα, αἶψα δ’ ἔπειτα, Ἰλ. Δ. 70, Ὀδ. Ο. 193, = ἀμέσως, μετὰ ταῦτα)· οὕτω καὶ Θέογν. 663, Σόλων 2, Πινδ. Π. 4. 237, Αἰσχύλ. Ἱκ. 481 (ἐν διαλόγῳ)· σπάνιον παρ’ ἄλλοις ποιηταῖς, καὶ οὐδαμοῦ παρὰ τοῖς πεζοῖς. (Ἐντεῦθεν αἰψηρός, λαιψηρός, ἃ ἰδέ).
French (Bailly abrégé)
adv.
promptement, aussitôt : αἶψα μάλα IL tout aussitôt.
Étymologie: cf. αἴφνης.
English (Autenrieth)
forthwith, at once, directly; αἶψα δ' ἔπειτα, αἶψα μάλα, αἶψα καὶ ὀτραλέως. αἶψά τε, speedily, in general statements, Od. 19.221.
English (Slater)
αἶψα
1 quickly αἶψα δἀπὸ κλισιᾶν ὦρτο (P. 4.133) (αἰετός) ὃς ἔλαβεν αἶψα δαφοινὸν ἄγραν ποσίν (N. 3.81) frag., ]αἶψ[ Πα. 22e. 8. ]αἶψα μετ[ Δ. 4h. 3.
Spanish (DGE)
(αἶψᾰ) • Alolema(s): cret. αἶπσα ICr.4.91.1 (Gortina V a.C.)
al punto, rápidamente, en seguida, αἶψα μαλ' ... ἐλθέ Il.4.70, cf. 1.303, αἶψα δ' ἔπειτα Od.15.193, Hes.Sc.465, αἶ. δὲ δεῖπνον ἕλοντο Od.9.86, αἶ. ... κατέπαυσεν Hes.Th.87, οὐδ' αἶψα λιμὸν οἰκίης ἀπώσεται Semon.8.101, νεφέλας αἶ. διεσκέδασεν Sol.1.18, αἶ. δ' ἀπολήγουσ' ἄνεμοι Theoc.22.19, αἶ. γὰρ φάτις γένοιτο Sol.2.5, cf. Thgn.663, Pi.P.4.133, Emp.B 35.14, A.Supp.481, αἶψα δὲ κυμαίνουσαν ἀπαίνυτο χυτρίδα κοίλην Call.Fr.244, αἶψα γὰρ ἦλθεν στιβήεις ἄγχαυρος Call.SHell.288.63, αἶπσα [δ] ὲ Ϝεργακσάμενος ICr.l.c., cf. Hes.Op.45, Tyrt.8.21, Sapph.1.13, αἶ. θανὼν μετὰ ... tras morir justo después de ..., IG 14.63.1 (Siracusa V d.C.).
• Etimología: Cf. αἰπύς.
Greek Monolingual
αἶψα επίρρ. (Α)
1. αμέσως, γρήγορα, ευθύς
2. ξαφνικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μπορεί να παράγεται από τ. αἰπ-σ-ӑ, που σημασιολογικά (γρήγορος, απότομος, ξαφνικός) και μορφολογικά συνδέεται πιθ. με τη ρίζα τών λ. αἶπος, αἰπὺς (πρβλ. και το επίρρ. αἴφνης). Οπωσδήποτε, η παρουσία του -σ- είναι δυσερμήνευτη.
ΠΑΡ. αρχ. αἰψηρός.
Greek Monotonic
αἶψα: επίρρ., γρήγορα, με ταχύτητα, αστραπιαία, ξαφνικά, σε Όμηρ.