ἀναζεύγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst

Menander, Monostichoi, 317
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀναζεύγνυμι]] και -νύω (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />(για αρχηγό στρατού) [[γυρίζω]] [[πίσω]], [[επιστρέφω]] με το [[στράτευμα]] μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για στρατό) [[ζεύω]] [[πάλι]] τα υποζύγια, [[ξεκινώ]], [[αναχωρώ]]<br /><b>2.</b> (για πλοία) [[ξεκινώ]], [[αποπλέω]]<br /><b>3.</b> [[διαλύω]], [[μετακομίζω]] το [[στρατόπεδο]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ἀναζεύγνυμι]] διά τίνος χώρας», [[προχωρώ]] διά μέσου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ζεύγνυμι]] και [[ζευγνύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀνάζευξις]], [[ἀναζυγή]].
|mltxt=[[ἀναζεύγνυμι]] και -νύω (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />(για αρχηγό στρατού) [[γυρίζω]] [[πίσω]], [[επιστρέφω]] με το [[στράτευμα]] μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για στρατό) [[ζεύω]] [[πάλι]] τα υποζύγια, [[ξεκινώ]], [[αναχωρώ]]<br /><b>2.</b> (για πλοία) [[ξεκινώ]], [[αποπλέω]]<br /><b>3.</b> [[διαλύω]], [[μετακομίζω]] το [[στρατόπεδο]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ἀναζεύγνυμι]] διά τίνος χώρας», [[προχωρώ]] διά μέσου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ζεύγνυμι]] και [[ζευγνύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀνάζευξις]], [[ἀναζυγή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀναζεύγνῡμι:''' και -ύω, μέλ. <i>-ζεύξω</i>,<br /><b class="num">1.</b> ξαναζεύω, <i>ἀναζευγνύναι τὸν στρατόν</i>, [[μετακινώ]] το [[στράτευμα]], σε Ηρόδ.· ἀν. τὸ [[στρατόπεδον]], [[διαλύω]] τη [[στρατοπέδευση]], στον ίδ.· ἀν. [[τὰς]] [[νῆας]], τα [[κινώ]] προς τα [[πίσω]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[διαλύω]], [[εγκαταλείπω]] και μετακινούμαι από τη [[θέση]] μου, σε Θουκ., Ξεν.
}}
}}

Revision as of 18:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναζεύγνῡμι Medium diacritics: ἀναζεύγνυμι Low diacritics: αναζεύγνυμι Capitals: ΑΝΑΖΕΥΓΝΥΜΙ
Transliteration A: anazeúgnymi Transliteration B: anazeugnymi Transliteration C: anazeygnymi Beta Code: a)nazeu/gnumi

English (LSJ)

and ἀνα-ζευγνύω,

   A yoke or harness again, ἀναζευγνύναι τὸν στρατόν move off the army, Hdt.9.41; ἀ. τὸ στρατόπεδον break up the camp, ib.58; ἀ. πρὸς τὸν Ἰσθμὸν τὰς νῆας withdraw... Id.8.60. ά.    2 abs., break up, shift one's quarters, mostly in part., ἀνοζεύξας ἤλαυνε Th.8.108, cf. X.An.3.4.37, Ph.Bel.103.15; ἀ. ἐκ τῆς Ἀραβίας Plu.Pomp.42; ἀ. διὰ Συρίας march through... Id.Ant.84; ἐπὶ τὰς πράξεις Chron.Lind.D.43.    3 repel, [ὕβριν] Inscr.Cos350.

German (Pape)

[Seite 187] (s. ζεύγνυμι), wieder anspannen, anjochen, dah. mit der Armee wieder aufbrechen u. abziehen; ohne cas., ἀναζεύξας ἤλαυνεν ἐπὶ τοὺς Ἴωνας Thuc. 8, 108; Xen. Cyr. 8, 5, 1; öfter bei Pol. u. Plut. ἐπ' οἴκου u. ἐπ' οἶκον, d. i. heimkehren, Pomp. 42 Anton. 85; – Her. mit dem acc., aufbrechen lassen, τὸν στρατόν, τὸ στρατόπεδον, 9, 41. 58; νῆας, absegeln, 8, 60, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναζεύγνυμι: καὶ -ύω: μέλλ. -ζεύξω: (ἴδε ζεύγνυμι). Ζευγνύω πάλιν τὰ ὑποζύγια, ἐπὶ στρατοῦ, «ξεκινῶ», «ἀναζεύξαντες… πάντα τὸν στρατόν, ἰέναι ἐς τὸ τεῖχος…» νὰ «ξεκινήσουν» μὲ ὅλον τὸν στρατὸν καὶ νὰ ὑπάγουν εἰς τὸ τεῖχος…, Ἡρόδ. 9. 41· ἀν. τὸ στρατόπεδον, διαλύω τὸ στρατόπεδον, αὐτόθι 58· ἀν. πρὸς τὸν Ἰσθμὸν τὰς νῆας, ἐπανάγω αὐτὰς πρὸς…, ὁ αὐτ. 8. 60, 1. 2) ἀπολ., καταλείπω τὴν θέσιν ὅπου ἤμην καὶ μεταβαίνω εἰς ἄλλο μέρος, ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ κατὰ μετοχ., ἀναζεύξας ἤλαυνε Θουκ. 8. 108, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 3. 4, 37· ἀν. ἐπ’ οἴκου, ἐπανέρχομαι εἰς τὴν πατρίδα, Πλουτ. Πομ. 42· ἀν. διὰ Συρίας, πορεύομαι διὰ μέσου τῆς Συρίας, ὁ αὐτ. Ἀντων. 84.

French (Bailly abrégé)

impf. ἀνεζεύγνυον, f. inus., ao. ἀνέζευξα, pf. inus.
litt. atteler pour le retour, d’où ἀ. στρατόν ramener une armée ; νῆας ramener une flotte ; στρατόπεδον lever un camp ; abs. ἀν. lever le camp ; revenir en parl. d’une armée.
Étymologie: ἀνά, ζεύγνυμι.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): tb. ἀναζευγνύω PEleph.28.4 (III a.C.), Ph.Bel.103.15
I milit.
1 intr. abs. levantar el campo, poner el ejército en marcha ἀναζεύξας ἤλαυνεν Th.8.108, cf. X.An.3.4.37, Men.Asp.79, Ph.l.c., Plu.2.182b, 2.211b
c. prep. y gen. o ac. marchar ἐπὶ Μακεδονίας Plb.4.27.9, ἐκ τῆς πολέως Plb.2.70.1, cf. Plu.Pomp.42, διὰ Συρίας Plu.Ant.84, ἐπὶ τὰς πράξεις Lindos 2D43, εἰς Παρνασσόν Plb.24.14.8, εἰς τὴν Θηιβα(ίδα) PTeb.62.43, 63.42 (II a.C.), cf. Arist.Oec.1350b21, D.C.Epit.9.10.3
quizá escoltar τοῖς ἀναζευγνύουσι μετὰ Πειθολάου PEleph.l.c.
2 tr. c. ac. levantar, mover τὸ στρατόπεδον Hdt.9.58, τὸν στρατόν Hdt.9.41.
II 1intr. abs. retirarse, marcharse οἴκαδε Aristaenet.1.5.18.
2 tr. c. ac. retirar πρὸς τὸν Ἰσθμὸν τὰς νέας Hdt.8.60α
fig. rechazar Ἀθαναίων πολυάσπιδα καὶ πολύκωπον ὕβριν ἀνέζευξαν τᾶσδε ἀπὸ γᾶς IC 350.

Greek Monolingual

ἀναζεύγνυμι και -νύω (ΑΜ)
μσν.
(για αρχηγό στρατού) γυρίζω πίσω, επιστρέφω με το στράτευμα μου
αρχ.
1. (για στρατό) ζεύω πάλι τα υποζύγια, ξεκινώ, αναχωρώ
2. (για πλοία) ξεκινώ, αποπλέω
3. διαλύω, μετακομίζω το στρατόπεδο
4. φρ. «ἀναζεύγνυμι διά τίνος χώρας», προχωρώ διά μέσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + ζεύγνυμι και ζευγνύω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀνάζευξις, ἀναζυγή.

Greek Monotonic

ἀναζεύγνῡμι: και -ύω, μέλ. -ζεύξω,
1. ξαναζεύω, ἀναζευγνύναι τὸν στρατόν, μετακινώ το στράτευμα, σε Ηρόδ.· ἀν. τὸ στρατόπεδον, διαλύω τη στρατοπέδευση, στον ίδ.· ἀν. τὰς νῆας, τα κινώ προς τα πίσω, στον ίδ.
2. απόλ., διαλύω, εγκαταλείπω και μετακινούμαι από τη θέση μου, σε Θουκ., Ξεν.