ἀνακόπτω: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance

Source
(3)
(2)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀνακόπτω]])<br />[[σταματώ]], [[αναχαιτίζω]], [[συγκρατώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σπρώχνω]] [[προς]] τα [[πίσω]], [[απωθώ]], [[αποκρούω]]<br /><b>2.</b> (για πλοία) [[αλλάζω]] [[πορεία]], [[κατεύθυνση]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[ανακοπή]] (π. χ. βουλεύματος).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ανα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κόπτω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ανακοπή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανακοπτικός]]].
|mltxt=(Α [[ἀνακόπτω]])<br />[[σταματώ]], [[αναχαιτίζω]], [[συγκρατώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σπρώχνω]] [[προς]] τα [[πίσω]], [[απωθώ]], [[αποκρούω]]<br /><b>2.</b> (για πλοία) [[αλλάζω]] [[πορεία]], [[κατεύθυνση]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[ανακοπή]] (π. χ. βουλεύματος).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ανα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κόπτω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ανακοπή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανακοπτικός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνακόπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[απωθώ]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποκρούω]] επιτιθέμενο εχθρό, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[σταματώ]]· Παθ., απωθούμαι, αναχαιτίζομαι, εμποδίζομαι, <i>τινός</i>, από ένα [[πράγμα]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 18:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακόπτω Medium diacritics: ἀνακόπτω Low diacritics: ανακόπτω Capitals: ΑΝΑΚΟΠΤΩ
Transliteration A: anakóptō Transliteration B: anakoptō Transliteration C: anakopto Beta Code: a)nako/ptw

English (LSJ)

   A drive back, push back, θυρέων δ' ἀνέκοπτεν ὀχῆας Od.21.47.    2 beat back an assailant, Th.4.12, cf. Plu.Caes. 38.    3 ἀ. ναῦν check a ship's course, v.l. in Thphr.Char.25.2.    4 return food, διὰ ῥινῶν, εἰς τὰς ῥῖνας, Herod.Med. in Rh.Mus. 58.86, 90 and 96, cf. Aret.SA1.6.    II knock out, τὰς ὄψεις ἀνακοπείς Philostr. Her.Prooem.2.    2 cut from below, Hld.9.18.    3 beat up eggs, Sor.1.222, PMag.Lond.121.180.    III check, stop, ἦχον D.H.Comp. 22; προσδοκίαν Phld.Piet.25; ἀοιδήν Coluth.125:—Pass., to be stopped, restrained, τῆς ὁρμῆς Luc.Alex.57, cf. PFlor.36.3; stop short in a speech, Luc.Nigr.35.    IV Medic., take effect, ἀνακόπτει γὰρ οὕτως ἡ ὠφέλεια Herod.Med. in Rh.Mus.58.92 (fort. διακ., cf. SIG1170.16).

German (Pape)

[Seite 193] zurückschlagen, -stoßen, θυρέων ὀχῆας Od. 21, 47, wie Theocr. 24, 49; ναῦν, dem Schiff eine andere Richtung geben, Theophr. Char. 25; den Feind zurückschlagen, Plut. Ant. 42; Sp. anhalten, hemmen, Coluth. 126; οὕτως ἀνεκόπην τῆς ὁρμῆς, Luc. Alex. 57, ich wurde zurückgehalten von; ἀνεκοπτόμην καὶ ἐξέπιπτον, ich blieb in der Rede stecken, Nigr. 35; einen Fluß, Plut. Caes. 38. – Diod. Sic. 14, 115 τὰς κεφαλάς, den Kopf abhauen, ἀνεκόπη τοὺς ὀφθαλμούς, es wurden ihm die Augen ausgeschlagen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακόπτω: ἀπωθῶ, θυρέων δ’ ἀνέκοπτεν ὀχῆας, «ἀνέκρουεν, ἀνώθει» (Σχόλ.), Ὀδ. Φ. 47. 2) ἀποκρούω ἐπιτιθέμενον ἐχθρόν, Θουκ. 4. 12. πρβλ. Πλουτ. Καίσαρα 38. 3) ἀν. ναῦν, μεταβάλλειν τὸν δρόμον πλοίου, Κασαυβ. Θεοφρ. Χαρ. 25. ΙΙ. ἀποκόπτω, ἀποτέμνω, ἐκβάλλω, τὴν κεφαλή, τοὺς ὀφθαλμούς, Διόδ. 14. 115· τὰς ὄψεις ἀνακοπείς, τυφλωθείς, Φιλόστρ. 664. ΙΙΙ. διακόπτω, «σταματῶ», ἀοιδὴν Κόλουθ. 123: - Παθ. διακόπτομαι, ἐμποδίζομαι, τινός, ἀπό τινος πράγματος, Λουκ. Ἀλέξ. 57· διακόπτομαι ἐν τῷ λόγῳ, ὁ αὐτ. Νιγρ. 35.

French (Bailly abrégé)

1 soulever en heurtant : θυρέων ὀχῆας OD soulever les leviers de la porte;
2 repousser : τινά refouler un assaillant ; Pass. ἀνακόπτεσθαί τινος LUC être arrêté soudainement dans une entreprise ; abs. rester court en parlant.
Étymologie: ἀνά, κόπτω.

English (Autenrieth)

strike back, ‘shoot back,’ of door-bolts, Od. 21.47†.

Spanish (DGE)

A tr.
I c. mov. hacia atrás
1 descorrer los cerrojos θυρέων δ' ἀνέκοπτεν ὀχῆας Od.21.47, cf. Theoc.24.49
virar νῆα Arat.346.
2 rechazar, repeler τοὺς μὲν λοιδοροῦντας ἀνακόπτων Plu.2.70d, Νομάδας μὲν ἐν Λιβύῃ μέχρι τῶν μεσημβρινῶν ἀνέκοψεν ἠιόνων Plu.2.324a, en v. pas. ἀνεκόπησαν ὑπὸ τοῦ πυρός D.C.65.17.3
abs. ofrecer resistencia, devolver el golpe Th.4.12, Plu.Caes.38.
3 golpear en v. pas. ὑφ' οὗ τὰς ὄψεις ἀνακοπεὶς ἀπῆλθε τυφλός Philostr.Her.proem.14
castrar Diodor.T.Ex.M.33.1585A
batir huevos, Sor.90.20, PMag.7.182
cortar, surcar χυτὴν γαλήνην Nonn.D.1.73.
4 en gener. frenar, parar προσδοκίαν Phld.Piet.p.145.19, ἀοιδήν Colluth.125, ἀλόγους ὁρμάς Procop.Gaz.Ep.92, ἀνακόπτει τὸν ἦχον mitiga el sonido de la palabra, D.H.Comp.104.10, en v. pas. ἀνεκόπην τῆς ὁρμῆς fui refrenado en mi impulso Luc.Alex.57, cf. PFlor.36.3, I.BI 1.180
impedir, desbaratar ἀμαρτιγάμων ὑμεναίων συζυγίην ἀνέκοπτεν Nonn.D.48.95
poner fin a, acabar καὶ γαμίην ἀνέκοψεν ἀεθλοσύνην ὑμεναίων Nonn.D.48.174.
5 fig. producir efecto ἀνακόπτει γὰρ μόνως οὕτως ἡ ἐντεῦθεν ὠφέλεια Herod.Med.Rh.Mus.58.92.
II c. mov. hacia arriba
1 hender de abajo arriba, desde abajo τὴν ἵππον Hld.9.18.2.
2 medic. devolver, arrojar διὰ ῥινῶν Herod.Med.Rh.Mus.58.86, cf. 90, Aret.SA 1.6.4.
B intr. en v. med.-pas.
1 romperse las olas τὰ ἀνακοπτόμενα ῥεῖθρα Plu.2.134b
desgarrarse las nubes cuando dan lugar a una nevada, Arist.Mu.394a34
cortarse en un discurso, Luc.Nigr.35.
2 abstenerse ἀπὸ τῶν ἐπιθυμιῶν Polyc.Sm.Ep.5.3, τοῦτο ποιεῖν SB 6000.2.27 (VI a.C.).

English (Strong)

from ἀνά and κόπτω; to beat back, i.e. check: hinder.

English (Thayer)

1st aorist ἀνέκοψα; to beat back, check (as the course of a ship, Theophrastus, char. 24 (25), 1 (variant)). τινα followed by an infinitive (A. V. hinder), Rec., where the preceding ἐτρέχετε shows that Paul was thinking of an obstructed road; cf. ἐγκόπτω.

Greek Monolingual

ἀνακόπτω)
σταματώ, αναχαιτίζω, συγκρατώ
αρχ.
1. σπρώχνω προς τα πίσω, απωθώ, αποκρούω
2. (για πλοία) αλλάζω πορεία, κατεύθυνση
3. κάνω ανακοπή (π. χ. βουλεύματος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + κόπτω.
ΠΑΡ. ανακοπή
νεοελλ.
ανακοπτικός].

Greek Monotonic

ἀνακόπτω: μέλ. -ψω,
I. 1. απωθώ, σε Ομήρ. Οδ.
2. αποκρούω επιτιθέμενο εχθρό, σε Θουκ.
II. σταματώ· Παθ., απωθούμαι, αναχαιτίζομαι, εμποδίζομαι, τινός, από ένα πράγμα, σε Λουκ.