ἁρμοῖ: Difference between revisions

From LSJ

ἐν εἴδει παροιμίας τίθεσθαι → to consider as an example

Source
(6)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἁρμοῑ <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> [[πριν]] από λίγο, [[τώρα]] [[μόλις]]<br /><b>2.</b> [[ήσυχα]], [[σιγά]] [[σιγά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαία τοπική [[πτώση]] του τ. [[αρμός]] με επιρρηματική [[χρήση]]].
|mltxt=ἁρμοῑ <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> [[πριν]] από λίγο, [[τώρα]] [[μόλις]]<br /><b>2.</b> [[ήσυχα]], [[σιγά]] [[σιγά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαία τοπική [[πτώση]] του τ. [[αρμός]] με επιρρηματική [[χρήση]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἁρμοῖ:''' επίρρ. = [[ἄρτι]], [[ἀρτίως]], ακριβώς, πρόσφατα, τελευταία, [[πριν]] λίγο, σε Αισχύλ., Θεόκρ. (στην [[πραγματικότητα]], αρχ. δοτ. του [[ἁρμός]]· πρβλ. [[οἴκοι]], [[πέδοι]]).
}}
}}

Revision as of 18:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁρμοῖ Medium diacritics: ἁρμοῖ Low diacritics: αρμοί Capitals: ΑΡΜΟΙ
Transliteration A: harmoî Transliteration B: harmoi Transliteration C: armoi Beta Code: a(rmoi=

English (LSJ)

Adv.

   A just, lately, A.Pr.615, Theoc.4.51, Lyc.106, Call.Fr. 44; at once, Hp.Mul.1.36.    2 just, a little, ib.4, Steril.213.    3 tightly, Id.Cord.12.—Written ἁρμῷ Pi.Fr.10, Pherecr.111, Hp.Cord. l.c., cf. EM144.49. (Old locative of ἁρμός.)

German (Pape)

[Seite 356] (ἀρμοῖ scheint falsche Schreibart, vgl. Lob. zu Phryn. p. 19), 1) eben, jüngst, wie ἄρτι, Aesch. Prom. 618; Theocr. 4, 51; Lycophr. 106. Es soll ein Syracusanisches Wort sein. – 2) = ἡσυχῆ, μικρῶς, Hippocr. S. ἁρμῶ.

Greek (Liddell-Scott)

ἁρμοῖ: ἐπίρρ. ἄρτι, ἀρτίως, νεωστί, πρὸ ὀλίγου, «τώρα», ἁρμοῖ πέπαυμαι τούς ἐμούς θρηνῶν πόνους Αίσχύλ. Πρ. 615 (ἐνθα ἴδε Blomf.), Θεόκρ. 4.51, Λυκόφρ. 106. 2) ἡσυχῇ, μικρῶς, κατ’ ὀλίγον, Ἱππ. 591. 47., 675. 18, κτλ.· - γράφεται ἁρμῷ ὑπὸ τοῦ Πινδ. κατὰ τὸν Εὐστ. (Πονημάτ. 57. 18), πρβλ. Ἐτυμολ. Μ. 144. 19, καὶ ὑπὸ Φερεκράτ. (ἐν «Μεταλλεῦσι» 4) κατὰ τὸν Ἐρωτιανὸν (σ. 56), ἀλλ’ ἐπειδὴλέξις εἶναι Δωρική, ὁ Meineke δικαίως ἀμφιβάλλει περί τῆς χρήσεως αὐτῆς ἐν τῇ Ἀττ. κωμῳδ. (εἶναι δὲ πράγματι ἀρχαία δοτικὴ ἐκ τοῦ ἁρμός· πρβλ. οἴκοι, πέδοι, κτλ.).

French (Bailly abrégé)

adv.
sur-le-champ, tout à l’heure.
Étymologie: ἁρμός.

English (Slater)

ἁρμοῑ (fort. ἁρμῷ scribendum)
   1 at once, just now ἐλπίσιν ἀθανάταις ἁρμοῖ φέρονται (Schneidewin: ἁρμῶ codd. Eustathii: unde scrips. ἁρμῷ edd. vulg.: τὸ ἁρμῶ ἤγουν ἄρτι, ὃ παρ' ἑτέροις ἁρμοῖ λέγεται. Eustath., proem. Pind., 21) fr. 10.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἁρμῷ Hp.Cord.12, Pherecr.115
adv.
1 hace poco, recientemente ἁ. πέπαυμαι τοὺς ἐμοὺς θρηνῶν πόνους A.Pr.615, ἁ. μ' ὧδ' ἐπάταξε Theoc.4.51, θύσαισιν ἁ. μηλάτων ἀπάργματα Lyc.106, ἁ. ... ἐπέτρεχε Call.Fr.274.1, cf. Pherecr.l.c.
en seguida, de inmediato ἢν ἁ. μελεδαίνηται Hp.Mul.1.36.
2 un poco τοῦ στόματος τῶν μητρέων ... ἁ. μεμυκότος Hp.Mul.1.4, Steril.213.
3 ajustadamente, herméticamente del cierre de una válvula cardíaca, Hp.Cord.l.c. • DMic.: a-mo-i-je-to (?).

Greek Monolingual

ἁρμοῑ επίρρ. (Α)
1. πριν από λίγο, τώρα μόλις
2. ήσυχα, σιγά σιγά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαία τοπική πτώση του τ. αρμός με επιρρηματική χρήση].

Greek Monotonic

ἁρμοῖ: επίρρ. = ἄρτι, ἀρτίως, ακριβώς, πρόσφατα, τελευταία, πριν λίγο, σε Αισχύλ., Θεόκρ. (στην πραγματικότητα, αρχ. δοτ. του ἁρμός· πρβλ. οἴκοι, πέδοι).