Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πρασιά: Difference between revisions

From LSJ

Βέβαιος ἴσθι καὶ βεβαίοις χρῶ φίλοις → Constans ubique sis, amicis maxime → Auf dich und auch auf deine Freunde sei Verlass

Menander, Monostichoi, 61
(34)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ, [[πρασεά]] και ιων. τ. πρασιή, Α [[πράσον]]<br />[[τμήμα]] κήπου ή αγρού φυτευμένο με [[λαχανικά]] ή λουλούδια, [[βραγιά]], [[παρτέρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[τμήμα]] στο οποίο υποδιαιρείται [[ένας]] [[κήπος]] με τη [[διάνοιξη]] παρόδων<br /><b>2.</b> [[ελεύθερος]] [[χώρος]] με φυτά [[ανάμεσα]] ή [[μπροστά]] σε οικοδομήματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> χειρουργικό όργανο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πρασιαί πρασιαί» — [[κατά]] ομάδες ή συντροφιές.
|mltxt=η, ΝΑ, [[πρασεά]] και ιων. τ. πρασιή, Α [[πράσον]]<br />[[τμήμα]] κήπου ή αγρού φυτευμένο με [[λαχανικά]] ή λουλούδια, [[βραγιά]], [[παρτέρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[τμήμα]] στο οποίο υποδιαιρείται [[ένας]] [[κήπος]] με τη [[διάνοιξη]] παρόδων<br /><b>2.</b> [[ελεύθερος]] [[χώρος]] με φυτά [[ανάμεσα]] ή [[μπροστά]] σε οικοδομήματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> χειρουργικό όργανο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πρασιαί πρασιαί» — [[κατά]] ομάδες ή συντροφιές.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρᾰσιά:''' Ιων. -ιή, ἡ ([[πράσον]]), [[κυρίως]] [[παρτέρι]] με πράσα· γενικά, [[λαχανόκηπος]], σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., <i>πρασιαὶ πρασιαί</i>, κατά ομάδες ή συντροφιές, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 18:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρᾰσιά Medium diacritics: πρασιά Low diacritics: πρασιά Capitals: ΠΡΑΣΙΑ
Transliteration A: prasiá Transliteration B: prasia Transliteration C: prasia Beta Code: prasia/

English (LSJ)

Ion. πρᾰσ-ιή, ἡ,

   A bed in a garden, garden-plot, Od.7.127, 24.247, Thphr.HP4.4.3, Nic.Al.532, LXX Si.24.31, Dsc.4.17, Gal.UP9.6; ἀνθῶν πρασιαί Longus 4.2: metaph., πρασιαὶ πρασιαί in companies or groups, Ev.Marc.6.40. (Prob. from πράσον, and so prop. bed of leeks.)    II a surgical instrument, Hermes 38.283.

German (Pape)

[Seite 694] ἡ, das Gartenbeet; κοσμηταί, Od. 7, 127; οὐ πρασιή τοι ἄνευ κομιδῆς κατὰ κῆπ ον, 24, 247; nach Schol. Hom. τὰς τῶν φυτειῶν τετραγώνους σχέσεις ὡς τὰ πλίνθια, dah. es Einige von πέρας ableiten, als die Einfassung der Bäume u. Weingärten; nach Andern von πράσον. Sp. auch der Garten selbst, Gemüsegarten, Luc. V. H. 1, 33; u. bes. im plur., Nic. Al. 532 Th. 576. – Uebtr. N. T., Abtheilung, Marc. 6, 40.

Greek (Liddell-Scott)

πρᾰσιά: Ἰων, -ιή, ἡ, τετράγωνον χώρισμα κήπου ἔνθα ἐφύτευον λαχανικὰ (κυρίως πράσα) ἢ ἄνθη, κοινῶς «βραγιά», ἔνθα δὲ κοσμηταὶ πρασιαὶ παρὰ νείατον ὄρχον παντοῖαι πεφύασιν Ὀδ. Η. 127., Ω. 247, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 4, 3, κλπ· ἀνθῶν πρασιαὶ Λόγγος 4. 2· πρβλ. ἄνδηρον· ― μεταφορ., πρασιαὶ πρασιαί, κατὰ ὁμάδας, ἢ «συντροφίας», Εὐαγγ. κ. Μάρκ. Ϛ', 40. (Πιθαν. «τόποι λαχανηφόροι, ἀπὸ μέρους τῶν πράσων κληθέντες, ἀφ’ ὧν καὶ τὸ χρῶμα πράσιον» Εὐστ.).

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
plate-bande de potager ; p. ext. plate-bande (de légumes, de fleurs, etc.).
Étymologie: πράσον.

English (Strong)

perhaps from prason (a leek, and so an onion-patch); a garden plot, i.e. (by implication, of regular beds) a row (repeated in plural by Hebraism, to indicate an arrangement): in ranks.

English (Thayer)

πρασιας, ἡ, a plot of ground, a garden-bed, Homer, Odyssey 7,127; 24,247; Theophrastus, hist. plant. 4,4, 3; Nicander, Dioscorides (100 A.D.>?), others; ἀνέπεσον πρασιαί πρασιαί (a Hebraism), i. e. they reclined in ranks or divisions, so that the several ranks formed, as it were, separate plots, Buttmann, 30 (27); Winer's Grammar, 464 (432) also) § 37,3; (where add from the O. T. συνήγαγον αὐτούς θημωνιας θημωνιας, Exodus 8:14).

Greek Monolingual

η, ΝΑ, πρασεά και ιων. τ. πρασιή, Α πράσον
τμήμα κήπου ή αγρού φυτευμένο με λαχανικά ή λουλούδια, βραγιά, παρτέρι
νεοελλ.
1. κάθε τμήμα στο οποίο υποδιαιρείται ένας κήπος με τη διάνοιξη παρόδων
2. ελεύθερος χώρος με φυτά ανάμεσα ή μπροστά σε οικοδομήματα
αρχ.
1. χειρουργικό όργανο
2. φρ. «πρασιαί πρασιαί» — κατά ομάδες ή συντροφιές.

Greek Monotonic

πρᾰσιά: Ιων. -ιή, ἡ (πράσον), κυρίως παρτέρι με πράσα· γενικά, λαχανόκηπος, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., πρασιαὶ πρασιαί, κατά ομάδες ή συντροφιές, σε Καινή Διαθήκη