λίστρον: Difference between revisions
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
(Autenrieth) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[hoe]] or [[scraper]], used in cleaning the [[floor]] of a [[hall]], Od. 22.455†. | |auten=[[hoe]] or [[scraper]], used in cleaning the [[floor]] of a [[hall]], Od. 22.455†. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λίστρον:''' τό, [[εργαλείο]] για [[εξομάλυνση]] ή [[λείανση]], [[σκαπάνη]], [[τσάπα]], είδος φτυαριού, σε Ομήρ. Οδ., Μόσχ. (αμφίβ. προέλ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:16, 30 December 2018
English (LSJ)
τό,
A tool for levelling or smoothing, spade, shovel, Od.22.455, Lyc. 1348, Mosch.4.101:—later also λίστρ-ος, ὁ, Sch.Nic.Th.29, EM587.43.
German (Pape)
[Seite 53] τό, 1) Werkzeug zum Aufgraben u. Ebenen des Erdreichs, Schurfeifen, λίστροισιν δάπεδον πύκα ποιητοῖο δόμοιο ξῦον, Od. 22, 455; Spaten, Mosch. 4, 101; Lycophr. 1348. – Auch ὁ λίστρος, Schol. Nic. Th. 29 u. E. M 587, 43. – 2) Löffel, Poll. 10, 98.
Greek (Liddell-Scott)
λίστρον: τό, (ἴδε λίς, ἡ) ἐργαλεῖον πρὸς ἐξομάλυνσιν ἢ ἐπιπέδωσιν, σκαπάνη, εἶδος πτύου σιδηροῦ, Ὀδ. Χ. 455, Μόσχ. 4. 101, Λυκόφρ. 1348· παρὰ μεταγεν. ὡσαύτως λίστρος, ὁ, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 29, Ἐτυμολ. Μέγ. 587. 43· ― ὑποκορ. λιστρίον (γράφεται καὶ λίστριον), τό, = κοχλιάριον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 639, Ἡσύχ. Α. Β. 51, 9, Πολυδ. ϛ΄, 89. ― Ἐντεῦθεν λιστρεύω, κυρίως περισκάπτω, φυτὸν λ., σκάπτω περί τι φυτόν, Ὀδ. Ω. 227· ― παρὰ τῷ Σουΐδ. ὡσαύτως λιστραίνω· παρ’ Εὐστ. 1229. 26, λιστρόω· ὁπόθεν ῥηματ. ἐπίθετ. λιστρωτός, Νικ. Θηρ. 29.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
I. instrument de jardinier :
1 bêche ou hoyau;
2 batte ou pelle;
II. cuiller.
Étymologie: DELG étym. obscure.
English (Autenrieth)
hoe or scraper, used in cleaning the floor of a hall, Od. 22.455†.
Greek Monotonic
λίστρον: τό, εργαλείο για εξομάλυνση ή λείανση, σκαπάνη, τσάπα, είδος φτυαριού, σε Ομήρ. Οδ., Μόσχ. (αμφίβ. προέλ.).