καταλήγω: Difference between revisions
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
(19) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[καταλήγω]])<br /><b>1.</b> [[τελειώνω]] σε κάποιο [[σημείο]], [[φθάνω]], [[απολήγω]]<br /><b>2.</b> [[τερματίζω]], [[παύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[αποβαίνω]], [[περιέρχομαι]] σε μια [[κατάσταση]], [[καταντώ]]<br /><b>2.</b> [[φθάνω]] σε [[συμπέρασμα]]<br /><b>3.</b> (το γ' εν. πρόσ. αορ. ως απρόσ.) <i>κατέληξε να</i><br />το [[αποτέλεσμα]] ήταν να... («κατέληξε να μην πάρω [[τίποτε]] από το μερίδιό μου»)<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. μτχ. πληθ.) <i>τὰ καταλήγοντα</i><br />τα όρια ενός τόπου, τα [[σύνορα]]. | |mltxt=(AM [[καταλήγω]])<br /><b>1.</b> [[τελειώνω]] σε κάποιο [[σημείο]], [[φθάνω]], [[απολήγω]]<br /><b>2.</b> [[τερματίζω]], [[παύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[αποβαίνω]], [[περιέρχομαι]] σε μια [[κατάσταση]], [[καταντώ]]<br /><b>2.</b> [[φθάνω]] σε [[συμπέρασμα]]<br /><b>3.</b> (το γ' εν. πρόσ. αορ. ως απρόσ.) <i>κατέληξε να</i><br />το [[αποτέλεσμα]] ήταν να... («κατέληξε να μην πάρω [[τίποτε]] από το μερίδιό μου»)<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. μτχ. πληθ.) <i>τὰ καταλήγοντα</i><br />τα όρια ενός τόπου, τα [[σύνορα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καταλήγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[διακόπτω]], [[τελειώνω]], [[σταματώ]], σε Αισχύλ.· [[ποῖ]] καταλήξει, σε ποιο [[σημείο]] θα σταματήσει; στον ίδ.· <i>τὰκαταλήγοντα</i>, τα [[σύνορα]] μιας περιοχής, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 30 December 2018
English (LSJ)
A leave off, stop, πρὶν καταλῆξαι . . ἄχος A.Ag.1479 (anap.): ποῖ καταλήξει μένος ἄτης; at what point will it cease? Id.Ch.1075 (anap.); κ. ἐν . . to end at or with... Plu.2.791c; ἐπί τι D.S.14.2, Arr.Epict.6.20.21, M.Ant.4.20; [ἡδοναὶ] περὶ τὸ σῶμα κ. Plu.2.705a; πρός τι Arist.Mete.340b9; εἴς τι D.S.20.2, Hierocl.in CA19p.462M., Porph.Sent.37: abs., Thphr.Ign.50; τὰ καταλήγοντα limits of a district, Plu.Fab.6, Arist.11; πόλεως J.BJ3.7.34: in sg., τὸ κ. τοῦ πελάγους extremity, Plb.5.59.5, cf. Poll.2.71, 177. 2 esp. in Metric and Rhetoric, of feet, verses, or periods, κρητικοῦ εἰς σύμφωνον -λήγοντος A.D.Pron.50.17; εἰς τὸ αὐτὸ ὄνομα Demetr.Eloc. 154, cf. 4, Hermog.Id.1.6. II trans., close, finish, ναυμαχία εἰς ἢν Θουκυδίδης κατέληξε τὴν πραγματείαν D.S.14.84.
German (Pape)
[Seite 1360] aufhören; πρὶν καταλῆξαι τὸ παλαιὸν ἄχος, νέος ἰχώρ Aesch. Ag. 1479; Ch. 1075; Pol. 3, 61, 8; Sp., bes. εἰς u. ἐπί τι, D. Sic. 20, 2 u. Sext. Emp. oft; τὰ καταλήγοντα, die Gränzen, Plut. Fab. Max. 6; vgl. Pol. 5, 95, 5. – Auch trans., εἰς ἣν ναυμαχίαν Θουκυδίδης κατέληξε τὴν πραγματείαν, beendigen, D. Sic. 14, 84.
Greek (Liddell-Scott)
καταλήγω: μέλλ. -ξω, πάυω, τελειώνω, σταματ, ἀντίθ. τοῦ ἄρχομαι, πρὶν καταλῆξαι… ἄχος Αἱσχύλ. Ἀγ. 1479· ἢ μετ’ ἐπιρρ., ποῖ καταλήξει μένος ἄτης; εἰς ποῖον σημεῖον θὰ παύσῃ; ὁ αὐτ. ἐν Χο. 1075· κ. ἐν…, τελειώνω εἰς ἢ μέ…, Πλούτ. 2. 791C· εἰς ἢ ἐπί…, ἀρξόμεθα μὲν ἀπὸ τῆς… καταλήξομεν δὲ εἰς… Διόδ. 20. 2., 14. 2· περί… Πλούτ. 2. 705Α· πρός τι Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 02· αὐτοῦ καταλήγομεν, μαθεῖν… (δὲν ζητοῦμεν ἄλλο νὰ μάθωμεν ἢ…) Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 4, 14·― τὰ καταλήγοντα, ὡς τὸ καταλῆγον, καὶ τὰ λήγοντα, τὰ ὅρια τόπου, τὰ σύνορα, Πλουτ. Φάβ. 6, Ἀριστ. ΙΙ. μεταβ., φέρω εἰς πέρας, τελειώνω, εἰς ἧν κατέληξεν ὁ Θουκυδίδης τὴν πραγματείαν Διόδ. 14. 84.
French (Bailly abrégé)
intr. arriver à sa fin, finir, cesser : περί τι, ἔν τινι aboutir à qch ; τὸ καταλῆγον, τὰ καταλήγοντα PLUT la limite, les frontières d’un pays.
Étymologie: κατά, λήγω.
Greek Monolingual
(AM καταλήγω)
1. τελειώνω σε κάποιο σημείο, φθάνω, απολήγω
2. τερματίζω, παύω
νεοελλ.
1. μτφ. αποβαίνω, περιέρχομαι σε μια κατάσταση, καταντώ
2. φθάνω σε συμπέρασμα
3. (το γ' εν. πρόσ. αορ. ως απρόσ.) κατέληξε να
το αποτέλεσμα ήταν να... («κατέληξε να μην πάρω τίποτε από το μερίδιό μου»)
αρχ.
(το ουδ. μτχ. πληθ.) τὰ καταλήγοντα
τα όρια ενός τόπου, τα σύνορα.
Greek Monotonic
καταλήγω: μέλ. -ξω, διακόπτω, τελειώνω, σταματώ, σε Αισχύλ.· ποῖ καταλήξει, σε ποιο σημείο θα σταματήσει; στον ίδ.· τὰκαταλήγοντα, τα σύνορα μιας περιοχής, σε Πλούτ.