τέλεσμα: Difference between revisions
πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria
(41) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> ([[κατά]] το βυζαντινορρωμαϊκό [[δίκαιο]]) το [[τίμημα]] του δικαιώματος επιφανείας (<b>βλ.</b> [[επιφάνεια]])<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα τελέσματα</i><br />([[κατά]] τους βυζαντινούς χρόνους) διάφορα έργα τέχνης που τά χρησιμοποιούσαν με μαγικό τρόπο, για να προστατεύουν τις πόλεις και τους κατοίκους από [[κάθε]] κίνδυνο<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(στο <b>Βυζ.</b>) [[φάντασμα]], [[στοιχειό]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[συμβόλαιο]]) [[κατάρτιση]], [[συμπλήρωση]] («τὰ συμβόλαια... προσλαμβανέτω καὶ αὐτὰ πρὸ τοῡ τελέσματος τὴν ἐν γράμμασι τῶν μαρτύρων... παρουσίαν», Ιουστιν.)<br /><b>2.</b> [[θαυματούργημα]], [[θαύμα]] («[[Ἀπολλώνιος]] ὁ Τυανεὺς ήκμαζεν, περιπολεύων πανταχοῡ, καὶ ποιῶν τελέσματα εἰς τὰς πόλεις», Χρον. Αλεξ.)<br /><b>3.</b> [[φυλαχτό]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «δαιμόνων [[τέλεσμα]]» — διαβολικό [[έργο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />χρηματική [[εισφορά]] που έχει πληρωθεί ή πρόκειται να πληρωθεί («τελέσματα σιτικὰ καὶ ἀργυρικά», πάπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φόρος]], [[δασμός]] («γῆ καθαρὰ ἀπὸ δημοσίων τελεσμάτων», πάπ.)<br /><b>2.</b> [[δαπάνη]], έξοδα («ἀπὸ τοῡ ἴσου τελέσματος ἐκκαίδεκα χρυσοῡς θεοὺς ἐπεποίηντο ἄν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> επικυρωμένο [[αντίγραφο]], [[πιστοποιητικό]]<br /><b>4.</b> θρησκευτική [[τελετή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τελεσ</i>- του αορ. <i>ἐ</i>-<i>τέλεσα</i> του <i>τελῶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>]. | |mltxt=το, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> ([[κατά]] το βυζαντινορρωμαϊκό [[δίκαιο]]) το [[τίμημα]] του δικαιώματος επιφανείας (<b>βλ.</b> [[επιφάνεια]])<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα τελέσματα</i><br />([[κατά]] τους βυζαντινούς χρόνους) διάφορα έργα τέχνης που τά χρησιμοποιούσαν με μαγικό τρόπο, για να προστατεύουν τις πόλεις και τους κατοίκους από [[κάθε]] κίνδυνο<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(στο <b>Βυζ.</b>) [[φάντασμα]], [[στοιχειό]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[συμβόλαιο]]) [[κατάρτιση]], [[συμπλήρωση]] («τὰ συμβόλαια... προσλαμβανέτω καὶ αὐτὰ πρὸ τοῡ τελέσματος τὴν ἐν γράμμασι τῶν μαρτύρων... παρουσίαν», Ιουστιν.)<br /><b>2.</b> [[θαυματούργημα]], [[θαύμα]] («[[Ἀπολλώνιος]] ὁ Τυανεὺς ήκμαζεν, περιπολεύων πανταχοῡ, καὶ ποιῶν τελέσματα εἰς τὰς πόλεις», Χρον. Αλεξ.)<br /><b>3.</b> [[φυλαχτό]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «δαιμόνων [[τέλεσμα]]» — διαβολικό [[έργο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />χρηματική [[εισφορά]] που έχει πληρωθεί ή πρόκειται να πληρωθεί («τελέσματα σιτικὰ καὶ ἀργυρικά», πάπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φόρος]], [[δασμός]] («γῆ καθαρὰ ἀπὸ δημοσίων τελεσμάτων», πάπ.)<br /><b>2.</b> [[δαπάνη]], έξοδα («ἀπὸ τοῡ ἴσου τελέσματος ἐκκαίδεκα χρυσοῡς θεοὺς ἐπεποίηντο ἄν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> επικυρωμένο [[αντίγραφο]], [[πιστοποιητικό]]<br /><b>4.</b> θρησκευτική [[τελετή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τελεσ</i>- του αορ. <i>ἐ</i>-<i>τέλεσα</i> του <i>τελῶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τέλεσμα:''' -ατος, τό ([[τελέω]]), χρήματα πληρωμένα ή που πρόκειται να πληρωθούν, [[πληρωμή]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό, (τελέω)
A money paid or to be paid, payment, D.S.29.19, Sch.Ar.Ach.615; τ. σιτικὰ καὶ ἀργυρικά OGI669.47 (Egypt, i A.D.), cf. BGU1067.14 (ii A.D.), Cod.Just.10.16.13.6; tax, γῆ καθαρὰ ἀπὸ δημοσίων τ. POxy.1270.40 (ii A.D.); τελεῖν τὰ εὐσεβῆ τ. BGU917.15 (iv A.D.), cf. POxy.1647.45 (ii A.D.), etc.; outlay, IG12 (1).1032.29 (Carpathos, ii (?) B.C.), Supp.Epigr.3.674A16 (Rhodes, ii B.C.), Luc.JTr.11, Sat.35; τελέσμασι τοῖς αὐτῶν at their own expense, SIG581.55 (Crete, iii/ii B.C.). II certified copy, certificate, Jahresh.7 Beibl.44 (Ephesus, i B.C.).
German (Pape)
[Seite 1085] (wie τέλος), τό, Zoll, Steuer, Abgabe, Aufwand, Luc. Saturn. 35 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τέλεσμα: τό, (τελέω) χρήματα πληρωθέντα ἢ μέλλοντα νὰ πληρωθῶσι, πληρωμή, Διοδ. Ἐκλογ. 576, 66, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 613· τὰ σιτικὰ καὶ ἀργυρικὰ Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 47· - δαπάνη, ἔξοδον, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 11, Κρον. 35. ΙΙ. συμπλήρωσις, Ἰουστινιαν. ΙΙΙ. θρησκευτικὴ τελετὴ, Κλήμ. Ἀλεξ. 18. 2) πρᾶγμα ἀφιερωμένον, ὅπερ οἱ Ἄραβες μετέτρεψαν εἰς telsam (ἀγγλ. talisman) φυλακτήριον, ἴδε Δουκάγγ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
imposition, impôt, contribution.
Étymologie: τελέω.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ
1. (κατά το βυζαντινορρωμαϊκό δίκαιο) το τίμημα του δικαιώματος επιφανείας (βλ. επιφάνεια)
2. στον πληθ. τα τελέσματα
(κατά τους βυζαντινούς χρόνους) διάφορα έργα τέχνης που τά χρησιμοποιούσαν με μαγικό τρόπο, για να προστατεύουν τις πόλεις και τους κατοίκους από κάθε κίνδυνο
νεοελλ.-μσν.
(στο Βυζ.) φάντασμα, στοιχειό
μσν.
1. (σχετικά με συμβόλαιο) κατάρτιση, συμπλήρωση («τὰ συμβόλαια... προσλαμβανέτω καὶ αὐτὰ πρὸ τοῡ τελέσματος τὴν ἐν γράμμασι τῶν μαρτύρων... παρουσίαν», Ιουστιν.)
2. θαυματούργημα, θαύμα («Ἀπολλώνιος ὁ Τυανεὺς ήκμαζεν, περιπολεύων πανταχοῡ, καὶ ποιῶν τελέσματα εἰς τὰς πόλεις», Χρον. Αλεξ.)
3. φυλαχτό
4. φρ. «δαιμόνων τέλεσμα» — διαβολικό έργο
μσν.-αρχ.
χρηματική εισφορά που έχει πληρωθεί ή πρόκειται να πληρωθεί («τελέσματα σιτικὰ καὶ ἀργυρικά», πάπ.)
αρχ.
1. φόρος, δασμός («γῆ καθαρὰ ἀπὸ δημοσίων τελεσμάτων», πάπ.)
2. δαπάνη, έξοδα («ἀπὸ τοῡ ἴσου τελέσματος ἐκκαίδεκα χρυσοῡς θεοὺς ἐπεποίηντο ἄν», Λουκιαν.)
3. επικυρωμένο αντίγραφο, πιστοποιητικό
4. θρησκευτική τελετή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ- του αορ. ἐ-τέλεσα του τελῶ + κατάλ. -μα].
Greek Monotonic
τέλεσμα: -ατος, τό (τελέω), χρήματα πληρωμένα ή που πρόκειται να πληρωθούν, πληρωμή, σε Λουκ.