συλλοχίζω: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[συνενώνω]] σε μία στρατιωτική [[μονάδα]] («οὕς εἰς ἕν [[τάγμα]] ὁ Νέρων συλλοχίσας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαμοιράζω]] στρατιωτική [[δύναμη]] σε μικρότερες μονάδες («[[δύναμις]] συλλελοχισμένη εἰς ἐκατοστύας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παρατάσσω]] στρατιώτες συντεταγμένους σε λόχους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λοχίζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[λόχος]])]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[συνενώνω]] σε μία στρατιωτική [[μονάδα]] («οὕς εἰς ἕν [[τάγμα]] ὁ Νέρων συλλοχίσας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαμοιράζω]] στρατιωτική [[δύναμη]] σε μικρότερες μονάδες («[[δύναμις]] συλλελοχισμένη εἰς ἐκατοστύας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παρατάσσω]] στρατιώτες συντεταγμένους σε λόχους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λοχίζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[λόχος]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συλλοχίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ενώνω]] τους στρατιώτες σε σώματα, τους [[συνενώνω]] σε στρατιωτικές μονάδες, λόχους, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 30 December 2018
English (LSJ)
A embody or incorporate soldiers, εἰς ἓν τάγμα Plu.Galb. 15 (cj. for -ήσας) ; εἰς ἑκατοστύας Id.Rom.8, cf. App.BC5.3; κατὰ φῦλα Plu.2.761b; cf. συλλοχάω. II arrange λόχοι in order (cf.sq.), Ael.Tact.3.2,4, Arr.Tact.5.2.
German (Pape)
[Seite 976] mit Andern in λόχους vertheilen, δύναμις συλλελοχισμένη εἰς ἑκατοστύας, Plut. Rom. 8.
Greek (Liddell-Scott)
συλλοχίζω: συγχωνεύω εἰς λόχους, συνενώνω, εἰς ἓν τάγμα Πλουτ. Γάλβ. 15· εἰς ἑκατοστύας ὁ αὐτ. ἐν Νουμ. 8, πρβλ. Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 3· κατὰ φῦλα Πλούτ. 2. 761Β· ― ἴδε συλλοχάω.
French (Bailly abrégé)
1 réunir par compagnies en un groupe;
2 distribuer ou répartir par compagnies.
Étymologie: σύν, λόχος.
Greek Monolingual
Α
1. συνενώνω σε μία στρατιωτική μονάδα («οὕς εἰς ἕν τάγμα ὁ Νέρων συλλοχίσας», Πλούτ.)
2. διαμοιράζω στρατιωτική δύναμη σε μικρότερες μονάδες («δύναμις συλλελοχισμένη εἰς ἐκατοστύας», Πλούτ.)
3. παρατάσσω στρατιώτες συντεταγμένους σε λόχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + λοχίζω (< λόχος)].
Greek Monolingual
Α
1. συνενώνω σε μία στρατιωτική μονάδα («οὕς εἰς ἕν τάγμα ὁ Νέρων συλλοχίσας», Πλούτ.)
2. διαμοιράζω στρατιωτική δύναμη σε μικρότερες μονάδες («δύναμις συλλελοχισμένη εἰς ἐκατοστύας», Πλούτ.)
3. παρατάσσω στρατιώτες συντεταγμένους σε λόχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + λοχίζω (< λόχος)].
Greek Monotonic
συλλοχίζω: μέλ. -σω, ενώνω τους στρατιώτες σε σώματα, τους συνενώνω σε στρατιωτικές μονάδες, λόχους, σε Πλούτ.