ἱππόδαμος: Difference between revisions
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
(18) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἱππόδαμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] επίθ. ηρώων) [[ιπποδαμαστής]] («ἱππόδαμοι ἥρωες», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>Ίππόδαμος</i><br />[[περίφημος]] [[Μιλήσιος]] [[αρχιτέκτονας]] και [[πατέρας]] της πολεοδομίας που η [[ακμή]] του συμπίπτει με τα [[μέσα]] του 5ου π.Χ. αιώνα, έζησε και εργάστηκε στην Αθήνα [[πολλά]] [[χρόνια]], [[επίσης]] στον Πειραιά, στη Ρόδο, στους Θούριους και [[αλλού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δαμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάμνημι]] «[[δαμάζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γυιό</i>-<i>δαμος</i>, <i>θειό</i>-<i>δαμος</i>]. | |mltxt=[[ἱππόδαμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] επίθ. ηρώων) [[ιπποδαμαστής]] («ἱππόδαμοι ἥρωες», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>Ίππόδαμος</i><br />[[περίφημος]] [[Μιλήσιος]] [[αρχιτέκτονας]] και [[πατέρας]] της πολεοδομίας που η [[ακμή]] του συμπίπτει με τα [[μέσα]] του 5ου π.Χ. αιώνα, έζησε και εργάστηκε στην Αθήνα [[πολλά]] [[χρόνια]], [[επίσης]] στον Πειραιά, στη Ρόδο, στους Θούριους και [[αλλού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δαμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάμνημι]] «[[δαμάζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γυιό</i>-<i>δαμος</i>, <i>θειό</i>-<i>δαμος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἱππόδᾰμος:''' -ον ([[δαμάω]]), αυτός που εξημερώνει, που δαμάζει τα άλογα, σε Όμηρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (δαμάω)
A tamer of horses, Hom., epith. of heroses, Il.2.23, Od.3.17; Τρῶες Il.4.352, etc.; Γερηνοί Hes.Fr.15; ἥρωες Pi.N.4.29:—fem. Ἱππο-δάμεια, as pr. n., Hippodamia, Il.2.742, etc.
German (Pape)
[Seite 1259] Rosse bändigend, subst. der Rossebändiger, Reiter, Κάστωρ Il. 3, 237, Ἀτρεύς 2, 23, Νέστωρ Od. 3, 17; Κύκνος Hes. Sc. 346; ἥρωες Pind. N. 4, 29.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππόδᾰμος: -ον, (δαμάω) ὁ δαμάζων τοὺς ἵππους, Ὅμ., ἐπίθ. τῶν ἡρώων (πρβλ. ἱππότης), Ἰλ. Β. 23, Ὀδ. Γ. 17· ἐπὶ τῶν Τρώων καθόλου, Ἰλ. Δ. 352, κτλ.· καὶ ἐν Ἡσ. Ἀποσπ. 31 Göttl., ἐπὶ τῶν Γερηνίων· - θηλ. Ἱπποδάμεια, γυνὴ τοῦ Πειρίθου, κτλ., Ἰλ. Β. 742, κτλ. - Ἐσφαλμένως παρ’ Ἡσυχ. ἱπποδάμοι.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
dompteur de chevaux.
Étymologie: ἵππος, δαμάω.
English (Autenrieth)
(δαμάζω): horse-taming, epith. of the Trojans, and of individual heroes. (Il. and Od. 3.17, 181.)
English (Slater)
ἱππόδᾰμος
1 horsetaming ἥροάς τ' ἐπεμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν (N. 4.29) ἱπποδάμων Δαναῶν fr. 183.
Greek Monolingual
ἱππόδαμος, -ον (Α)
1. (κυρίως επίθ. ηρώων) ιπποδαμαστής («ἱππόδαμοι ἥρωες», Πίνδ.)
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Ίππόδαμος
περίφημος Μιλήσιος αρχιτέκτονας και πατέρας της πολεοδομίας που η ακμή του συμπίπτει με τα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα, έζησε και εργάστηκε στην Αθήνα πολλά χρόνια, επίσης στον Πειραιά, στη Ρόδο, στους Θούριους και αλλού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -δαμος (< δάμνημι «δαμάζω»), πρβλ. γυιό-δαμος, θειό-δαμος].
Greek Monotonic
ἱππόδᾰμος: -ον (δαμάω), αυτός που εξημερώνει, που δαμάζει τα άλογα, σε Όμηρ.