παρασιτικός: Difference between revisions
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
(31) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[παρασιτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[παράσιτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[παράσιτο]] ή έχει χαρακτήρα παρασίτου («[[παρασιτικός]] [[βίος]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που οφείλεται σε παράσιτα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «παρασιτική [[νόσος]]» και «παρασιτική [[ασθένεια]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[νόσος]] που προκαλείται από [[παράσιτο]], [[παρασίτωση]]<br /><b>4.</b> <b>γραμμ.</b> «παρασιτικό [[φώνημα]]» — ο [[συνοδίτης]] ή [[βοηθητικός]] [[φθόγγος]] που επεντίθεται για [[διευκόλυνση]] της προφοράς, όπως λ.χ. [[καπνός]] > <i>καπ</i>(<i>ι</i>)<i>νός</i><br /><b>5.</b> <b>βιολ.</b> «[[παρασιτικός]] [[ευνουχισμός]]» — [[διακοπή]] της ανάπτυξης και της λειτουργίας τών αναπαραγωγικών οργάνων του ξενιστή, [[ατροφία]] τών γονάδων του ή [[ακόμη]] και [[τροποποίηση]] τών δευτερευόντων φυλετικών χαρακτηριστικών του, η οποία οδηγεί στην [[εμφάνιση]] μεσοφυλίας, ως [[άλλη]] [[μορφή]] επιβλαβούς επίδρασης τών παρασίτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ παρασιτική</i><br />(ενν. [[τέχνη]]) η [[συνήθεια]] του παρασίτου, το να σιτίζεται [[κανείς]] από το [[τραπέζι]] άλλου, [[παρασιτισμός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παρασιτικώς</i> και -<i>ά</i><br />[[κατά]] τρόπο που αρμόζει σε [[παράσιτο]], εις [[βάρος]] άλλου («ζει παρασιτικά»). | |mltxt=-ή, -ό / [[παρασιτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[παράσιτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[παράσιτο]] ή έχει χαρακτήρα παρασίτου («[[παρασιτικός]] [[βίος]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που οφείλεται σε παράσιτα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «παρασιτική [[νόσος]]» και «παρασιτική [[ασθένεια]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[νόσος]] που προκαλείται από [[παράσιτο]], [[παρασίτωση]]<br /><b>4.</b> <b>γραμμ.</b> «παρασιτικό [[φώνημα]]» — ο [[συνοδίτης]] ή [[βοηθητικός]] [[φθόγγος]] που επεντίθεται για [[διευκόλυνση]] της προφοράς, όπως λ.χ. [[καπνός]] > <i>καπ</i>(<i>ι</i>)<i>νός</i><br /><b>5.</b> <b>βιολ.</b> «[[παρασιτικός]] [[ευνουχισμός]]» — [[διακοπή]] της ανάπτυξης και της λειτουργίας τών αναπαραγωγικών οργάνων του ξενιστή, [[ατροφία]] τών γονάδων του ή [[ακόμη]] και [[τροποποίηση]] τών δευτερευόντων φυλετικών χαρακτηριστικών του, η οποία οδηγεί στην [[εμφάνιση]] μεσοφυλίας, ως [[άλλη]] [[μορφή]] επιβλαβούς επίδρασης τών παρασίτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ παρασιτική</i><br />(ενν. [[τέχνη]]) η [[συνήθεια]] του παρασίτου, το να σιτίζεται [[κανείς]] από το [[τραπέζι]] άλλου, [[παρασιτισμός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παρασιτικώς</i> και -<i>ά</i><br />[[κατά]] τρόπο που αρμόζει σε [[παράσιτο]], εις [[βάρος]] άλλου («ζει παρασιτικά»). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παρασῑτῐκός:''' -ή, -όν, αυτός που ταιριάζει σε <i>παράσιτον</i>· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[ιδιότητα]] του <i>παρασίτου</i>, [[κολακεία]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:21, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A of a παράσιτος : ἡ -κή (τέχνη) the trade of a παράσιτος, toad-eating, ib.4 ; in full, Ath.6.240b.
German (Pape)
[Seite 498] ή, όν, zur Schmarotzerei oder zum Schmarotzer gehörig; τέχνη, die Schmarotzerkunst, Ath. VI, 240 c; Luc. Paras. oft.
Greek (Liddell-Scott)
παρασῑτῐκός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς παράσιτον· - ἡ παρασιτικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), τὸ ἐπάγγελμα τοῦ παρασίτου, τὸ σιτεῖσθαι ἐκ τῆς τραπέζης ἑτέρου, Λουκ. Παράσ. 4, Ἀθήν. 240Β· πρβλ. τὸ ἑπόμ.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui concerne les parasites ou le métier de parasite.
Étymologie: παράσιτος.
Greek Monolingual
-ή, -ό / παρασιτικός, -ή, -όν, ΝΑ παράσιτος
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παράσιτο ή έχει χαρακτήρα παρασίτου («παρασιτικός βίος»)
2. αυτός που οφείλεται σε παράσιτα
3. φρ. «παρασιτική νόσος» και «παρασιτική ασθένεια»
ιατρ. νόσος που προκαλείται από παράσιτο, παρασίτωση
4. γραμμ. «παρασιτικό φώνημα» — ο συνοδίτης ή βοηθητικός φθόγγος που επεντίθεται για διευκόλυνση της προφοράς, όπως λ.χ. καπνός > καπ(ι)νός
5. βιολ. «παρασιτικός ευνουχισμός» — διακοπή της ανάπτυξης και της λειτουργίας τών αναπαραγωγικών οργάνων του ξενιστή, ατροφία τών γονάδων του ή ακόμη και τροποποίηση τών δευτερευόντων φυλετικών χαρακτηριστικών του, η οποία οδηγεί στην εμφάνιση μεσοφυλίας, ως άλλη μορφή επιβλαβούς επίδρασης τών παρασίτων
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ παρασιτική
(ενν. τέχνη) η συνήθεια του παρασίτου, το να σιτίζεται κανείς από το τραπέζι άλλου, παρασιτισμός.
επίρρ...
παρασιτικώς και -ά
κατά τρόπο που αρμόζει σε παράσιτο, εις βάρος άλλου («ζει παρασιτικά»).
Greek Monotonic
παρασῑτῐκός: -ή, -όν, αυτός που ταιριάζει σε παράσιτον· ἡ -κή (ενν. τέχνη), η ιδιότητα του παρασίτου, κολακεία, σε Λουκ.