ἀνεξίκακος: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
(4) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνεξίκακος]], -ον)<br />μη [[εκδικητικός]], [[αμνησίκακος]], [[μακρόθυμος]], [[μεγάθυμος]].<br /><b>αρχ.</b><br />[[καρτερικός]], [[υπομονητικός]] στους κόπους και στις κακοτυχίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ανεξι</i>- (<span style="color: red;"><</span> μέλλ. <i>ανέξομαι</i> του [[ανέχομαι]]) <span style="color: red;">+</span> [[κακός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ανεξικακία]], [[ανεξικακώ]]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνεξίκακος]], -ον)<br />μη [[εκδικητικός]], [[αμνησίκακος]], [[μακρόθυμος]], [[μεγάθυμος]].<br /><b>αρχ.</b><br />[[καρτερικός]], [[υπομονητικός]] στους κόπους και στις κακοτυχίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ανεξι</i>- (<span style="color: red;"><</span> μέλλ. <i>ανέξομαι</i> του [[ανέχομαι]]) <span style="color: red;">+</span> [[κακός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ανεξικακία]], [[ανεξικακώ]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνεξίκᾰκος:''' -ον (ἀνέχομαι, [[κακόν]]), αυτός που ανθίσταται στο [[κακό]], [[υπομονετικός]], [[μακρόθυμος]], σε Καινή Διαθήκη, Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A enduring pain or evil, Herod.Med. ap. Orib.5.30.7, Luc.Jud.Voc.9, Vett. Val.38.21, Gal.5.38, Them.Or.15.190a (Sup.), Aret.SA2.6 (Comp.); forbearing, long-suffering, 2 Ep.Ti.2.24. Adv. -κως Luc.Asin.2.
German (Pape)
[Seite 223] langmüthig, Unrecht ertragend, N. T.; standhaft im Unglück, Luc. Iud. voc. 4. – Adv., Asin. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεξίκᾰκος: -ον, (ἀνέχομαι) ὁ ἀνεχόμενος, ὑπομένων τὰ κακά, ὅτι ἀνεξίκακόν εἰμι γράμμα μαρτυρεῖτέ μοι καὶ αὐτοί Λουκ. Δίκη Φωνηεντ. 9, Θεμίστ. 271Β: ὁ ὑπομένων, μακρόθυμος, Ἐπιστ. π. Τιμοθ. Β΄, β΄, 24. - Ἐπίρρ. -κως Λουκ. Ὄνος 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
résigné.
Étymologie: ἀνέχω, κακόν.
Spanish (DGE)
-ον
1 paciente, resignado Herod.Med. en Orib.5.30.7, medic. en PTeb.272.19 (II d.C.), 2Ep.Ti.2.24, ἀνεξίκακόν εἰμι γράμμα Luc.Iud.Voc.9, cf. Vett.Val.38.21, Gal.5.38, Aret.SA 2.6.5, Poll.5.138, Them.Or.15.190a, Cat.Cod.Astr.8(2).156, Hsch.
•de Dios, Procop.Gaz.M.87.2557A.
2 adv. -ως con resignación Luc.Asin.2.
English (Strong)
from ἀνέχομαι and κακός; enduring of ill, i.e. forbearing: patient.
English (Thayer)
ἀνεξίκακον (from the future of ἀνέχομαι, and κακόν; cf. classic ἀλεξίκακος, ἀμνησίκακος), patient of ills and wrongs, forbearing: Lucian, jud. voc. 9; (Justin Martyr, Apology 1,16 at the beginning; Pollux 5,138).)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνεξίκακος, -ον)
μη εκδικητικός, αμνησίκακος, μακρόθυμος, μεγάθυμος.
αρχ.
καρτερικός, υπομονητικός στους κόπους και στις κακοτυχίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανεξι- (< μέλλ. ανέξομαι του ανέχομαι) + κακός.
ΠΑΡ. ανεξικακία, ανεξικακώ].
Greek Monotonic
ἀνεξίκᾰκος: -ον (ἀνέχομαι, κακόν), αυτός που ανθίσταται στο κακό, υπομονετικός, μακρόθυμος, σε Καινή Διαθήκη, Λουκ.