κράνος: Difference between revisions
τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream
(21) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />το (AM [[κράνος]])<br />στρογγυλό προστατευτικό [[κάλυμμα]] του κεφαλιού κατασκευασμένο από [[μέταλλο]] ή [[άλλο]] ανθεκτικό υλικό (α. «[[κράνος]] μοτοσυκλετιστή» β. «[[κράνος]] πυροσβέστη» γ. «θώρακα ἐποιήσατο και χρυσοῡν [[κράνος]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ελαφρό [[καπέλο]] από φελό και ύφασμα που χρησιμοποιείται στις θερμές χώρες<br /><b>2.</b> το ορειχάλκινο [[επικάλυμμα]] της πυξιδοθήκης<br /><b>3.</b> <b>(ψυχιατρ.)</b> «νευρασθενικό [[κράνος]]» — το [[αίσθημα]] περίσφιγξης της κεφαλής, που αποτελεί ένα από τα συμπτώματα νευρασθένειας<br /><b>4.</b> <b>ζωολ.</b> [[ζυγό]] και ανεξάρτητο [[τμήμα]] της μασητικής συσκευής τών εντόμων, αλλ. [[γαλέα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάλυμμα]], [[σκέπασμα]]<br /><b>2.</b> [[κριός]] στην [[πρώρα]] πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται στην παρεκτεταμένη [[μορφή]] <i>kr</i>-<i>n</i>- της συνεσταλμένης βαθμίδας της ΙΕ ρίζας <i>ker</i>-<i>ә</i>- τών [[κάρα]], [[κέρας]], όπως ακριβώς το λατ. <i>cornu</i> «[[κέρας]]». Αβάσιμες θεωρούνται οι συνδέσεις με τα [[κάρυον]], [[κραναός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[κρανικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[κρανοποιός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κρανοποιία]], [[κρανοποιώ]], [[κρανουργία]], [[κρανουργός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρανοειδής]], [[κρανοφόρος]]].———————— <b>(II)</b><br />[[κράνος]], ἡ (AM)<br /><b>μσν.</b><br />το [[κράνο]].<br /><b>αρχ.</b><br />[[ράβδος]] από [[ξύλο]] κρανιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[κράνον]] [[κατά]] τα ουδ. σε -<i>ος</i>]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />το (AM [[κράνος]])<br />στρογγυλό προστατευτικό [[κάλυμμα]] του κεφαλιού κατασκευασμένο από [[μέταλλο]] ή [[άλλο]] ανθεκτικό υλικό (α. «[[κράνος]] μοτοσυκλετιστή» β. «[[κράνος]] πυροσβέστη» γ. «θώρακα ἐποιήσατο και χρυσοῡν [[κράνος]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ελαφρό [[καπέλο]] από φελό και ύφασμα που χρησιμοποιείται στις θερμές χώρες<br /><b>2.</b> το ορειχάλκινο [[επικάλυμμα]] της πυξιδοθήκης<br /><b>3.</b> <b>(ψυχιατρ.)</b> «νευρασθενικό [[κράνος]]» — το [[αίσθημα]] περίσφιγξης της κεφαλής, που αποτελεί ένα από τα συμπτώματα νευρασθένειας<br /><b>4.</b> <b>ζωολ.</b> [[ζυγό]] και ανεξάρτητο [[τμήμα]] της μασητικής συσκευής τών εντόμων, αλλ. [[γαλέα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάλυμμα]], [[σκέπασμα]]<br /><b>2.</b> [[κριός]] στην [[πρώρα]] πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται στην παρεκτεταμένη [[μορφή]] <i>kr</i>-<i>n</i>- της συνεσταλμένης βαθμίδας της ΙΕ ρίζας <i>ker</i>-<i>ә</i>- τών [[κάρα]], [[κέρας]], όπως ακριβώς το λατ. <i>cornu</i> «[[κέρας]]». Αβάσιμες θεωρούνται οι συνδέσεις με τα [[κάρυον]], [[κραναός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[κρανικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[κρανοποιός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κρανοποιία]], [[κρανοποιώ]], [[κρανουργία]], [[κρανουργός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρανοειδής]], [[κρανοφόρος]]].———————— <b>(II)</b><br />[[κράνος]], ἡ (AM)<br /><b>μσν.</b><br />το [[κράνο]].<br /><b>αρχ.</b><br />[[ράβδος]] από [[ξύλο]] κρανιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[κράνον]] [[κατά]] τα ουδ. σε -<i>ος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κράνος:''' [ᾰ], -εος, τό ([[κάρα]]), [[κράνος]], [[περικεφαλαία]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:36, 30 December 2018
English (LSJ)
(A) [ᾰ], εος, τό,
A helmet, Hdt.1.171, 4.180, al., A.Th.385, E. El.470 (lyr.), Ar.Ach.584, 1103, X.Cyr.6.1.51, IG12.278.49, Plu.2. 789d, Jul.Or.2.53b. 2 metaph., τὸ δὲ τοῦδε κ. ὁ κοινὸς ἀήρ Aret. SD2.6. II ship's ram, Tim. Pers.21. (The ᾰ shows that it is akin to κρᾰναός (hard), rather than to κρᾱνίον.)
κράνος (B) [ᾰ], ου, ἡ, later form for κράνον, Gp.7.35.1. 2 rod of cherry-wood, PTeb.39.31 (ii B. C.); χιτῶνί καὶ κράνῳ καὶ πιλίῳ ib.230 (ii B. C.) (here perh. = κράνος A).
Greek (Liddell-Scott)
κράνος: ᾰ, εως, τό, περικεφαλαία, Ἡρόδ. 1. 171., 4. 180, κ. ἀλλ., Αἰσχ. Θήβ. 385, Εὐρ. Ἠλ. 470, Ἀριστοφ. Ἀχ. 584, 1104, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 51. ΙΙ. σκέπασμα τῆς κλίνης, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 6. (Τὸ ᾰ δεικνύει ὅτι πρέπει νὰ εἶναι συγγενὲς τῷ κρᾰναὸς (σκληρός), μᾶλλον ἢ τῷ κάρα, κρᾱνίον).
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
casque.
Étymologie: cf. κάρα.
Greek Monolingual
(I)
το (AM κράνος)
στρογγυλό προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού κατασκευασμένο από μέταλλο ή άλλο ανθεκτικό υλικό (α. «κράνος μοτοσυκλετιστή» β. «κράνος πυροσβέστη» γ. «θώρακα ἐποιήσατο και χρυσοῡν κράνος», Ξεν.)
νεοελλ.
1. ελαφρό καπέλο από φελό και ύφασμα που χρησιμοποιείται στις θερμές χώρες
2. το ορειχάλκινο επικάλυμμα της πυξιδοθήκης
3. (ψυχιατρ.) «νευρασθενικό κράνος» — το αίσθημα περίσφιγξης της κεφαλής, που αποτελεί ένα από τα συμπτώματα νευρασθένειας
4. ζωολ. ζυγό και ανεξάρτητο τμήμα της μασητικής συσκευής τών εντόμων, αλλ. γαλέα
αρχ.
1. κάλυμμα, σκέπασμα
2. κριός στην πρώρα πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στην παρεκτεταμένη μορφή kr-n- της συνεσταλμένης βαθμίδας της ΙΕ ρίζας ker-ә- τών κάρα, κέρας, όπως ακριβώς το λατ. cornu «κέρας». Αβάσιμες θεωρούνται οι συνδέσεις με τα κάρυον, κραναός.
ΠΑΡ. νεοελλ. κρανικός.
ΣΥΝΘ. κρανοποιός
αρχ.
κρανοποιία, κρανοποιώ, κρανουργία, κρανουργός
νεοελλ.
κρανοειδής, κρανοφόρος].———————— (II)
κράνος, ἡ (AM)
μσν.
το κράνο.
αρχ.
ράβδος από ξύλο κρανιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κράνον κατά τα ουδ. σε -ος].
Greek Monotonic
κράνος: [ᾰ], -εος, τό (κάρα), κράνος, περικεφαλαία, σε Ηρόδ., Αισχύλ.