πτερύσσομαι: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
(35) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ [[πτέρυξ]], -<i>υγος</i>]<br />(για συναισθήματα, [[κυρίως]] χαράς) [[φτερουγίζω]], [[πετώ]] από [[χαρά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κινώ]] με [[ταχύτητα]] τα φτερά μου, [[φτεροκοπώ]]<br /><b>2.</b> [[τεντώνω]] τα φτερά μου για να πετάξω. | |mltxt=ΜΑ [[πτέρυξ]], -<i>υγος</i>]<br />(για συναισθήματα, [[κυρίως]] χαράς) [[φτερουγίζω]], [[πετώ]] από [[χαρά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κινώ]] με [[ταχύτητα]] τα φτερά μου, [[φτεροκοπώ]]<br /><b>2.</b> [[τεντώνω]] τα φτερά μου για να πετάξω. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πτερύσσομαι:''' Αττ. -ττομαι, μέλ. <i>-ξόμαι</i>, αποθ., [[χτυπώ]] τα φτερά μου όπως ο [[πετεινός]] όταν λαλεί, σε Βάβρ., Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:36, 30 December 2018
English (LSJ)
Att. πτερύττομαι, fut. πτερύξομαι,
A flutter, flap the wings like a cock crowing, Babr.65.6, Luc.VH2.41, Ael.NA7.7, etc.; ἐπτερύσσετο shd. perh. be restd. for ἀπτ- in Archil.49 Diehl. II metaph., triumph, exult, Diph.61.6. 2 become full-fledged, spread one's wings for flight, of the soul, Ph.2.32, al.
German (Pape)
[Seite 809] med., vgl. διαπτ., die Flügel bewegen, Luc. Icarom. 14, die Flügel schwin., en, mit den Flügeln schlagen, wie die jungen Vögel, die fliegen wollen, od. der krähende Hahn, καὶ φρυάσσομαι, Ael. H. A. 7, 7; übertr. vrbdt Diphil. bei Ath. VI, 236 c γέγηθα καὶ χαίρω τε καὶ πτερύσσομαι.
Greek (Liddell-Scott)
πτερύσσομαι: Ἀττ. -ττομαι, μέλλ. -ξομαι, ἀποθ., κινῶ τὰς πτέρυγας μετὰ ταχύτητος, κτυπῶ αὐτὰς ὡς ὁ ἀλεκτρυὼν ὅταν κράζῃ, Βαβρ. 65. 6, Αἰλ. π. Ζ. 7.7, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 41, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πτερύσσεται· τὰ πτερὰ τινάσσει, πέτεται». ΙΙ. μεταφορ., γένηθα καὶ χαίρω καὶ πτερύσσομαι, πετῶ ἀπὸ τὴν χαράν μου, Δίφιλ. ἐν «Παρακαταθήκῃ» 2, Φίλων 2. 418.
French (Bailly abrégé)
battre des ailes pour prendre son essor.
Étymologie: πτέρυξ.
Greek Monolingual
ΜΑ πτέρυξ, -υγος]
(για συναισθήματα, κυρίως χαράς) φτερουγίζω, πετώ από χαρά
αρχ.
1. κινώ με ταχύτητα τα φτερά μου, φτεροκοπώ
2. τεντώνω τα φτερά μου για να πετάξω.
Greek Monotonic
πτερύσσομαι: Αττ. -ττομαι, μέλ. -ξόμαι, αποθ., χτυπώ τα φτερά μου όπως ο πετεινός όταν λαλεί, σε Βάβρ., Λουκ.