ἄρωμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(6)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />το (AM [[ἄρωμα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />η ωραία [[μυρωδιά]], η [[μοσχοβολιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ευωδιαστό [[βότανο]] ή [[οπώρα]]<br /><b>2.</b> τα καλλιεργούμενα μυρωδικά, τα μπαχαρικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολογίας.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.-νεοελλ.</b> [[αρωματίζω]], [[αρωματικός]], [[αρωματώδης]]<br /><b>αρχ.-νεοελλ.</b> [[αρωματοπώλης]], [[αρωματοφόρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αρωματοπράτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αρωματοποιός]]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἄρωμα]], το (Α) [[αρώ]]<br />ο [[αγρός]], το [[χωράφι]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />το (AM [[ἄρωμα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />η ωραία [[μυρωδιά]], η [[μοσχοβολιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ευωδιαστό [[βότανο]] ή [[οπώρα]]<br /><b>2.</b> τα καλλιεργούμενα μυρωδικά, τα μπαχαρικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολογίας.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.-νεοελλ.</b> [[αρωματίζω]], [[αρωματικός]], [[αρωματώδης]]<br /><b>αρχ.-νεοελλ.</b> [[αρωματοπώλης]], [[αρωματοφόρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αρωματοπράτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αρωματοποιός]]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἄρωμα]], το (Α) [[αρώ]]<br />ο [[αγρός]], το [[χωράφι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄρωμα:''' -ατος, τό ([[ἀρόω]]), αρόσιμη γη, σιτοφόρα γη, [[χωράφι]], Λατ. [[arvum]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">• [[ἄρωμα]]:</b> -ατος, τό, [[κάθε]] αρωματικό [[βότανο]], [[καρπός]], [[μπαχάρι]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 20:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄρωμα Medium diacritics: ἄρωμα Low diacritics: άρωμα Capitals: ΑΡΩΜΑ
Transliteration A: árōma Transliteration B: arōma Transliteration C: aroma Beta Code: a)/rwma

English (LSJ)

(A) [ᾰρ], ατος, τό,

   A aromatic herb or spice, Hp.Aph.5.28, X. An.1.5.1, prob. in Supp.Epigr.1.414 (Crete, v/iv B. C., pl.), Arist.Pr. 907a13, IG5(2).514.17 (Lycosura, ii B.C., pl.), Plu.Phoc.20.
ἄρωμα (B) [ᾰρ], ατος, τό, (ἀρόω)

   A arable land, corn-land, S.Fr.75 (pl.), Ar.Pax1158, Eup.304.

German (Pape)

[Seite 368] (ἀρόω), τό, = ἄρομα, Soph. frg. 77; Ar. Pax 1128, Schol. ἀροτρίαμα. (ἄρω), τό, Gewürz, wohlriechende Kräuter, Früchte u. dgl., Xen. An. 1, 5, 1 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

1ατος (τό) :
arome ; plante aromatique.
Étymologie: pê origine orient.
2c. ἄρομα.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Grafía: frec. cod. ἀρο-

• Prosodia: [ᾰ]
tierra de labranza, labrantío sin cont., S.Fr.75, εὖ ποιοῦντος κὠφελοῦντος τοῦ θεοῦ τἀρώματα Ar.Pax 1158, cf. Luc.Lex.2, Ael.NA 7.8.
-ματος, τό

• Prosodia: [ᾰ]

• Morfología: [casi siempre plu., pero sg. POxy.1211.11 (II d.C.)]
hierba(s) o planta(s) aromática(s) (tomillo, salvia, malva, etc.), Hp.Nat.Mul.32, Eup.327, Cels.3.21.7
en mixturas aroma(s), perfumes Thphr.HP 9.7.2, Od.8
en distintas elaboraciones, X.An.1.5.1, LXX 4Re.20.13, Ca.1.3, 4.10, Aristid.Quint.66.14, Aristeas 114, οἶνος δι' ἀρωμάτων Plu.Phoc.20, cf. Procop.Gaz.M.87.1549A
usado en medic., esp. ginecología ἡ ἐν ἀρώμασι πυρίη vaporizaciones de plantas aromáticas Hp.Aph.5.28, θυμιῆσαι τοῖσιν ἀρώμασι Hp.Nat.Mul.3
en usos funerarios, Plb.15.25a.7, Charito 1.8.2, Plu.Sull.38, Eu.Marc.16.1, Philostr.Her.53.22, ἐξ ἀρωμάτων καὶ κηροῦ de la efigie de Osiris, D.S.1.21
en sacrificios IG 5(2).514.17 (Licosura II a.C.), IGLS 1.143 (Comagena I a.C.), Aristeas 92, Orph.H.7 tít., PMich.Teb.246.2 (I d.C.), POxy.l.c., BGU 149.1 (II/III d.C.). • DMic.: a-ro-ṃo.

English (Strong)

from αἴρω (in the sense of sending off scent); an aromatic: (sweet) spice.

English (Thayer)

ἀρώματος, τό (from ἈΡΩ to prepare, whence ἀρτύω to season; (others connect it with the root ar (ἀρόω), to plow (cf. spice, perfume: Hippocrates), Xenophon, Theophrastus, and subsequent writings.)

Greek Monolingual

(I)
το (AM ἄρωμα)
νεοελλ.
η ωραία μυρωδιά, η μοσχοβολιά
αρχ.
1. ευωδιαστό βότανο ή οπώρα
2. τα καλλιεργούμενα μυρωδικά, τα μπαχαρικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας.
ΠΑΡ. αρχ.-νεοελλ. αρωματίζω, αρωματικός, αρωματώδης
αρχ.-νεοελλ. αρωματοπώλης, αρωματοφόρος
μσν.
αρωματοπράτης
νεοελλ.
αρωματοποιός].———————— (II)
ἄρωμα, το (Α) αρώ
ο αγρός, το χωράφι.

Greek Monotonic

ἄρωμα: -ατος, τό (ἀρόω), αρόσιμη γη, σιτοφόρα γη, χωράφι, Λατ. arvum, σε Αριστοφ.
ἄρωμα: -ατος, τό, κάθε αρωματικό βότανο, καρπός, μπαχάρι, σε Ξεν.